RSS Feed

Τα «απαγορευμένα άνθη» της μοντέρνας ποίησης

της Αλκμήνης Παπανικολάου, Φιλολόγου Α.Π.Θ.

Πολύ πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου μια παλιά έκδοση του βιβλίου «Le Spleen de Paris ή Petit poemes en proses» (Libraire Larousse, Paris, 1927) του Charles Baudelaire ξεχασμένο σε μια βιβλιοθήκη. Αναρρωτήθηκα πως είναι δυνατόν να «ξεχάστηκε» ένα τέτοιο βιβλίο στα ράφια ενός παλιού μαγαζιού. Σπάνια βέβαια στις μέρες ασχολείται κανείς με τα πρώτα έργα της μοντέρνας ποίησης. Αυτή ήταν η σκέψη όταν αποφάσισα να ψάξω περισσότερα στοιχεία για το μεγάλο αυτό Γάλλο ποιητή. Αν και η βιβλιογραφία που αναφέρεται στο έργο του είναι στη χώρα μας ιδιαίτερα περιορισμένη και περιορίζεται σε αυτοβιογραφικά στοιχεία, αποφάσισα έστω ενδεικτικά να ασχοληθώ με το πιο γνωστό αλλά και αμφιλεγόμενο έργο του «Τα άνθη του κακού» (Les Fleurs du Mal ).

Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ (Charles Pierre Baudelaire), όπως ήταν το πλήρες ονομά του γεννήθηκε στο Παρίσι στις  9 Απριλίου 1821 και πέθανε στην ίδια πόλη στις  31 Αυγούστου 1867. Συντομή λοιπόν η ζωή του, αλλά τεράστιο το έργο και η επηροή του στους μεταγενέστερους δημιουργούς της παγκόσμιας σύγχρονης λογοτεχνίας. Άρχισε να γράφει τα ποιήματά του το 1843 (περίπου σε ηλικία 22 ετών), οπότε και μπαίνει σε επιτήρηση για την άθλια ζωή που διήγε. Τα πρώτα αυτά ποιήματα συνέθεσαν τον κορμό του έργου του «Άνθη του κακού» το οποίο ολοκληρώθηκε και εκδόθηκε στις 25 Ιουνίου του 1857 σε 1.100 αντίτυπα. Από τους ομότεχνούς του δέχτηκε θερμή αποδοχή, ωστόσο μέσα σε δύο μέρες επεμβαίνει το υπουργείο Εσωτερικών και παραπέμπει σε δίκη τον εκδότη Πουλέ-Μαλασσί αλλά και τον ποιητή για προσβολή της δημόσιας αιδούς και των χρηστών ηθών. Η Β´ Αυτοκρατορία προσπαθεί να εδραιώσει το πολίτευμα προστατεύοντας την ηθική της αστικής τάξης. Δημόσιος κατήγορος ορίζεται ο Ερνέστ Πινάρ, που έξι μήνες πριν, στο δικαστήριο της Ρουέν, είχε εξαπολύσει κατηγορίες εναντίον της «Μαντάμ  Μποβαρύ» του Φλωμπέρ. Το δικαστήριο του Παρισιού καταδικάζει τον ποιητή και τους εκδότες του βιβλίου, τους επιβάλλει χρηματικές ποινές και διατάζει την απάλειψη έξι ποιημάτων. Πρόκειται για τα περίφημα έξι «απαγορευμένα» ποιήματα: «Λέσβος», «Κολασμένες γυναίκες», «Δελφίνη και Ιππολύτη», «Η Λήθη», «Σε κάποια πολύ πρόσχαρη», «Τα Κοσμήματα», «Οι μεταμορφώσεις της Λάμιας». Στις 5 Ιουλίου του 1857 η γαλλική εφημερίδα «Le Figaro» γράφει «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του κ.  Μπωντλαίρ. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα—για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».

Στην απολογία του στο δικαστήριο αναφέρει χαρακτηριστικά «Στη βλασφημία αντιτάσσω την ανάταση στον ουρανό. Στην αισχρότητα αντιτάσσω πλατωνικά λουλούδια». Ωστόσο, ο Μπωντλαίρ δέχεται από παντού δρυμεία κριτική για το έργο του. Αποφασίζει έτσι να γράψει στην αυτοκράτειρα την παρακάτω επιστολή:

«6 Νοεμβρίου 1857

Κυρία,

Χρειάστηκε να επιστρατευτεί όλη η υπερφυής έπαρση ενός ποιητή, για να τολμήσω να απασχολήσω την προσοχή της Υμετέρας Μεγαλειότητος σ’ ένα θέμα τόσο μηδαμινό όσο το δικό μου. Είχα τη δυστυχία να καταδικαστώ για μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο: Τα Άνθη τον Κακού – έναν τίτλο, η απροκάλυπτη ειλικρίνεια του οποίου δεν με προστάτεψε όσο έπρεπε. Είχα πιστέψει ότι το έργο μου ήταν ωραίο, μεγάλο, και κυρίως, καθαρό, κρίθηκε, ωστόσο, ότι ήταν αρκετά σκοτεινό, με συνέπεια να καταδικαστώ στο να το εκδώσω απ’ την αρχή, αφαιρώντας κάποια κομμάτια (έξι τον αριθμό επί συνόλου εκατό). Οφείλω να πω ότι η Δικαιοσύνη μού συμπεριφέρθηκε με αξιοθαύμαστη φιλοφρόνηση, και ότι το ίδιο το σκεπτικό της απόφασης αναγνωρίζει τις αγνές και υψηλές προθέσεις μου. Όμως η χρηματική ποινή, επαυξημένη με κάτι δαπάνες που μου είναι εντελώς ακατανόητες, υπερβαίνει τις δυνατότητες της παροιμιώδους πτωχείας των ποιητών, και ενθαρρυμένος από την εκτίμηση που μου δείχνουν υψηλά ιστάμενοι φίλοι, και ταυτοχρόνως, πεπεισμένος ότι η καρδιά της Αυτοκράτειρας είναι ανοιχτή στο έλεος για κάθε ανθρώπινη δοκιμασία, πνευματική όσο και υλική, συνέλαβα το σχέδιο, μετά από δεκαήμερη αναποφασιστικότητα και συστολή, να επικαλεστώ τη φιλόφρονα καλοσύνη της Υμετέρας Μεγαλειότητος και να την παρακαλέσω να μεσολαβήσει για λογαριασμό μου στον κύριο Υπουργό επί της Δικαιοσύνης.

Ευαρεστηθείτε, Κυρία, να δεχθείτε την έκφραση των αισθημάτων του υπερτάτου σεβασμού μου, με τα οποία έχω την τιμή να παραμένω ο πολύ αφοσιωμένος και πολύ πειθήνιος δούλος και υπήκοος

της Υμετέρας Μεγαλειότητος,

ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΕΡ»

Παρ’ όλα αυτά η επόμενη έκδοση του 1861 είναι εμπλουτισμένη αλλά και ακρωτηριασμένη κατά έξι ποιήματα, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση.

Η τρίτη έκδοση των «Ανθών» (1868) δεν θα βρει τον Μπωντλαίρ εν ζωή. Μετά τον θάνατό του, η λογοτεχνική του κληρονομιά δημοπρατήθηκε και αγοράστηκε από τον εκδότη Μισέλ Λεβί  έναντι 750 φράγκων. Η αναθεώρηση της δίκης και η τελική δικαίωση του ποιητή έγινε το 1949, οπότε και έγινε αποκατάσταση του πλήρους έργου του Μπωντλαίρ.

Η συλλογή αποτελείται από σύντομα ποιήματα, που είναι κατανεμημένα σε πέντε (το 1857) ή έξι (το 1861, 1868) κεφάλαια με αλληγορικούς τίτλους (Spleen et Idéal, Tableaux parisiens, Le Vin, Fleurs du Mal, Révolte, La Mort). Η δομή του αυτή δίνει στην ποιητική συλλογή μια πολύπλοκη και καλοσυντεθειμένη αρχιτεκτονική. Το ύφος των ποιημάτων κυριαρχείται από μελαγχολικά συναισθήματα του ρομαντισμού, γεμάτα άγχος και κατάθλιψη. Στα επτά ποιήματα ανιχνεύουμε όλα σχεδόν τα μοτίβα του ποιητή: δαιμονολογία, ερωτευμένες γυναίκες, ars amoris, σαδισμός, ανέφικτο και δεινά του έρωτα, καταραμένο ζευγάρι, taedium vitae (κουρασμένη ζωή), επιθυμία θανάτου, λήθη, ωμοφαγία κ.ά. γραμμένα σε στιχουργική τελειότητα.

Το έργο του αυτό, που σήμερα θεωρείται ως το κυριότερο του Μπωντλαίρ, ασχολείται με τους κατοίκους της μεγαλούπολης και την ανία που περιστασιακά αισθάνονται. Η πραγματικότητα της μεγαλούπολης, άσχημη και αρρωστημένη, όπως μας την παρουσιάζει ο Μπωντλαίρ είναι στο στυλ του ανερχόμενου ρεαλισμού σε αντίθεση  με τον κλασικό ρομαντισμό. Οι χαρακτήρες ταλαντεύονται μεταξύ των σκοτεινών δυνάμεων του καλού και του κακού. Νιώθει διαρκώς απέχθεια για το «άθλιο πλήθος» (Recueillement). Αυτό που τον ταλανίζει πάνω από όλα είναι ο εγωισμός και η μοχθηρία των ανθρώπων, η πνευματική παράλυση και η απουσία συναίσθησης του τι είναι Ωραίο και τι είναι Καλό.

Στην ποίησή του εισάγει το ρεύμα του Decadents (παρακμή), καθώς τα μοτίβα που αναλύει αφορούν την παρακμή και τη σήψη της σύγχρονης μεγαλούπολης, μέσα από το σαρκασμό, την  ειρωνεία, το συμβολισμό, το ρομαντισμό, το ρεαλισμό. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο ίδιος  «Δεν μπορώ να συλλάβω κάποιο τύπο ομορφιάς, στον οποίο δεν υπάρχει μελαγχολία». Μέσα από την ειρωνεία και το σαρκασμό ξεχύνεται το κύμα της αγάπης για το ιδανικό του, την ομορφιά, την καλλιτεχνική ομορφιά, τη μόνη που αναγνωρίζει («L’art pour l’art»). Ο πόνος, όταν του δίνεται ρυθμός και μέτρο μετατρέπει την φρίκη σε ομορφιά εκφράζοντάς την καλλιτεχνικά. Στην εποχή που έζησε ελάχιστοι από τους σύγχρονούς του κατανόησαν το έργο του γι’ αυτό υπέστη σκληρή κριτική από την εκκλησία καθώς η σκληρή γλώσσα του δεν τους επέτρεψε να δουν την ουσία του λόγου του, που εκφράζει την πολύπλοκη σύνθεση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ανθρώπινη ψυχή δεν αλλάζει .Ο πόνος, ο έρωτας, οι δυστυχίες που χτυπούν τον άνθρωπο είναι πάντα παρούσες σ’ όλες τις εποχές, σ’ όλους τους καιρούς αλλά μόνο, ελάχιστοι είναι αυτοί που μπορούν να εκφράσουν τόσο αριστοτεχνικά τις άσχημες πτυχές της ζωής, τις σκέψεις και τους φόβους που όλοι έχουν και θέλουν να κρύψουν.

Η καινοτόμα ποιητική του Baudelaire έχει μεταστρέψει θεματικά και μορφολογικά όλη τη λογοτεχνική παραγωγή που ακολουθεί στο τέλος του 19ου και στις αρχές ου 20ου αιώνα ,επιτυγχάνει να αναγάγει τη modernité (νεωτερική) σε κυρίαρχη έννοια της νέας αισθητικής. Προβαίνοντας στην απομυθοποίηση της θρησκείας και των συμβατικών αξιών, απομυθοποιεί το κακό, το καθημερινό και το αισθητικά απορριπτέο, ανανεώνει σε βάθος τα ποιητικά μοτίβα, «αποδεικνύει τη σχέση ανάμεσα στο κακό και την ομορφιά, την ευτυχία και το ανέφικτο, τη βία και την ηδονή». Η ποίησή του επηρέασε έτσι το έργο του Ρεμπώ, του Βερλαίν και του Μαλαρμέ κ. ά. και αναγνωρίζεται σήμερα ως η απαρχή της μοντέρνας ευρωπαϊκής ποίησης .

*Μετά την καταδικαστική απόφαση για το έργο του ο Baudelaire εγκαθίσταται στις Βρυξέλες όπου γνωρίζει τον βέλγο Φελισιέν Ροπ (1833-1898) ο οποίος θα εικονογραφήσει τα «Άνθη του κακού».

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: