Από την Ευαγγελία Ξυλοπαρκιώτη, Φιλόλογο ΑΠΘ
Ο Γεώργιος Βιζυηνός δημοσιεύει το 1883 στο περιοδικό «Εστία» το αριστουργηματικό του διήγημα με τίτλο «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου» σε τρείς συνέχειες. Η ιστορία ξεκινά στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο ήρωας του έργου, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Βιζυηνό, συναντά την μητέρα του και τον αδερφό του Μιχαήλο, σε ένα ξενοδοχείο της πόλης ερχόμενος από την Ευρώπη, όπου σπούδαζε. Η μητέρα και ο Μιχαήλος υποδέχονται με μεγάλη χαρά τον Γιωργή, την ίδια στιγμή όμως η ενθύμηση του χαμού του Χρηστάκη φορτίζει το όλο σκηνικό. Από αυτό το σημείο αρχίζει η εξιστόρηση των γεγονότων από την μάνα, που αφορούν την δολοφονία του μεσαίου της υιού, του Χρηστάκη, καθώς ο Γιωργής δεν γνωρίζει ακριβώς τα συμβάντα εξαιτίας της απουσίας του στο εξωτερικό. Κάποια μέρα στο σπίτι της μητέρας του Γιωργή εμφανίζεται ο Χαραλαμπής του Μητάκου ή αλλιώς Λαμπής, που εκείνη την εποχή εργάζεται στο ταχυδρομείο και προτείνει στον Χρηστάκη να αναλάβει εκείνος την πόστα. Παρά τις αντιδράσεις της μάνας με το αλάνθαστο ένστικτο της εκείνος αναλαμβάνει το ταχυδρομείο και μόλις την πρώτη μέρα της εργασίας του σκοτώνεται στη γέφυρα στο Λουλεβουργάζι. Από εκείνη την στιγμή αρχίζει μια απέλπιδη προσπάθεια να βρεθεί ο φονιάς. Στο μεταξύ ο Βιζυηνός παρεμβάλει στο διήγημα του την ιστορία του Τούρκου Κιαμήλ, ο οποίος βαριά άρρωστος περιθάλπτεται απο την μάνα του Γιωργή, όσο εκείνος λείπει. Ο Κιαμήλ βλέπει την μάνα του Γιωργή σαν δεύτερη μάνα του και εκείνη με την σειρά της τον υπεραγαπά και τον αισθάνεται γιό της. Ο καημένος ο Κιαμήλ τρέφει ένα καημό όμως μέσα του. Ερωτεύτηκε την κόρη ενός πλούσιου κτηματία και με τον αδερφό της έγινε και ο ίδιος αδερφός αφού ενώσαν και το αίμα τους και γίνανε καρντάσηδες. Σε μια ενέδρα όμως σκοτώνεται ο αδελφοποιτός του και ο Κιαμήλ μόλις που καταφέρνει να σωθεί. Απο εκείνη την στιγμή ορκίζεται πως θα εκδικηθεί την δολοφονία του αδελφοποιτού του. Τελικά φανερώνεται η τραγική αλήθεια : Ο Κιαμήλ, προσπαθώντας να εκδικηθεί το θάνατο του αδελφοποιτού του σκότωσε άθελα του τον αδερφό του συγγραφέα και στη συνέχεια τον ταχυδρόμο Λαμπή, τον οποίο θεωρούσε βρυκόλακα. Τρία χρόνια αργότερα ο συγγραφέας επισκέπτεται το χωριό του και βρίσκει εκεί τον Κιαμήλ τρελλό από τις τύψεις, να είναι υπηρέτης στο σπίτι της μητέρας του, χωρίς εκείνη να ξέρει την αλήθεια για τον φονιά του παιδιού της.
« Ποίος ητον ο φονεύς του αδελφού μου » ρωτά και διερωτάται ο Γεώργιος Βιζυηνός. Πρόκειται για έναν προβληματισμό, ο οποίος συναντάται και στο « Έγκλημα και Τιμωρία » του Ντοστογιέφσκι. Ο προβληματισμός αυτός έχει να κάνει με την ενοχή της συνειδήσεως, ποιός είναι ο πραγματικός ένοχος : εκείνος που διαπράττει με τα ίδια του τα χέρια το έγκλημα ή μήπως εκείνος που υποκινεί το έγκλημα, δηλαδή ο ηθικός αυτουργός ενός φόνου. Ο Βιζυηνός φτάνει μέχρι και το τέλος του έργου του και φαίνεται πως ακόμη δεν μπορεί να αποφασίσει ποιος ευθύνεται για τον άδικο χαμό του αδερφού του. Ξέρει ο ίδιος πως τον Χρηστάκη τον σκοτώσανε τα χέρια του Κιαμήλ νομίζοντας πως σκοτώνει τον φονιά του αδελφοποιτού του. Τα ίδια χέρια όμως σκοτώσανε και τον Λαμπή , που έχοντας καλά σχεδιάσει να ξεφύγει τον θάνατο δίνει την πόστα στον Χρηστάκη, αλλά στο τέλος φονεύεται απο εκείνον που απέφευγε όσο κανέναν. Ο καημένος ο Κιαμήλ λοιπόν, βρίσκεται αντιμέτωπος με δύο φόνους, έχοντας όμως και για τους δυο καθαρή τη συνείδηση του. Σκοτώνει τον Χρηστάκη νομίζοντας πως είναι ο Λαμπής και παίρνει εκδίκηση για τον αδελφοποιτό του, ταυτοχρόνως όμως σκοτώνει και τον ίδιο τον Λαμπή θεωρώντας πως είναι ο βρυκόλακας που τον ακολουθεί και πρέπει να απαλλαχθεί απ’αυτόν.
Η έννοια της τραγικότητας, και μάλιστα σε όλο της το μεγαλείο, είναι διάχυτη και σ’αυτό το διήγημα του Βιζυηνού. Ο Κιαμήλ σκοτώνει με καθαρή συνείδηση γιατί έχει κάνει το χρέος του (μόνο που τελικά σκότωσε λάθος άνθρωπο και μάλιστα τον γιο της αγαπημένης του ευεργέτιδας).Ο Λαμπής δίνει το ταχυδρομείο στον Χρηστάκη γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να γλυτώσει το θάνατο (σκοτώνεται όμως απο εκείνον που αποφεύγει). Ο Γιωργής μαθαίνει τελικά ποιός όπλισε το χέρι του κατά του αδερφού του αλλά δεν μιλά και η τραγική μάνα φροντίζει και υπεραγαπάει χωρίς να το γνωρίζει τον φονιά του παιδιού της. Αριστουργηματικός είναι ο τρόπος που αφηγείται ο Βιζυηνός τα γεγονότα. Ο αναγνώστης βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση για το τι θα ακολουθήσει, γίνεται ένα με τους ήρωες, πονάει και συμπάσχει μαζί τους.
Ο Κ. Παλαμάς γράφει πως ο Βιζυηνός ζωγράφισε στις σελίδες του «τη γή της Θράκης, στη φύση και την ιστορία της οποίας συνεκεντρώθη ό,τι λαμπρότερον και ωραιότερον, ό,τι ζοφερώτερον και σπαρακτικώτερον έχει να επιδείξει η Ανατολή, η μαγική αυτή πυξίς, μέσα είς την οποίαν περιφυλάσσονται ανεκτίμητα κειμήλια του εθνικού βίου…» Η ζωή των απλών λαϊκών ανθρώπων της υπαίθρου και ειδικά της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Θράκης, περιγράφονται με μαεστρία στο έργο του. Ωστόσο στο κέντρο των διηγημάτων του βρίσκεται ο άνθρωπος. Χάρη στις σπουδές του στη ψυχολογία, ο Βιζυηνός καταφέρνει να ξεδιπλώσει ψυχικές καταστάσεις και τις αντιδράσεις της και τη σχετική ερμηνεία τους.
Έντονο είναι και το αυτοβιογραφικό στοιχείο καθώς πηγή έμπνευσης για τα αριστουργήματα του είναι περιστατικά της παιδικής του ηλικίας, ενώ οι ήρωες των διηγημάτων του είναι πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος, όπως η μητέρα του αλλά και απλοϊκοί Τούρκοι, όπως ο Κιαμήλ. Πάντα όμως ψυχογραφεί και τους δύο λαούς (Έλληνες και Τούρκους) χωρίς φυλετική αντιπάθεια αλλά με γνώση και αγάπη. Επιπλέον η βαθιά ποιητική ευαισθησία και ο λυρισμός μπορούμε να πούμε πως είναι χαρακτηριστικά της τέχνης του Γ.Βιζυηνού. Ο Γ. Παγανός αναφέρει πως «Η παραστατική δύναμη με την οποία ζωγραφίζει το τοπίο, σε σχέση με το ανθρώπινο δράμα πάντοτε…αποκαλύπτουν την ποιητική ευαισθησία του και τις ρομαντικές καταβολές της πεζογραφίας του». Το χιούμορ, η ειρωνεία, η τραγικότητα, το αναπόφευκτο της μοίρας , που ελέγχει τις ζωές των ανθρώπων και η διγλωσσία στα διηγήματα του (αφηγείται στην καθαρεύουσα ενώ στους διαλόγους χρησιμοποιεί τη δημοτική και την τοπική θρακική ντοπιολαλιά) συμπληρώνουν το διηγηματικό πορτρέτο του Βιζυηνού.
Ο ίδιος αξιολογεί το αφηγηματικό του έργο ως εξής : « Πρώτος εγώ διήνοιξα τον νέον δρόμον της νεοελληνικής λογογραφίας, κατορθώσας διά των εν τη Εστία διηγημάτων μου να υποδείξω, κατ’αντίθεσιν προς τα του Ραγκαβή και των άλλων, τι εστί διήγημα, τι εστί μελέτη και αναγραφή του εθνικού βίου και των εθνικών παραδόσεων υπό τύπον διηγήματος και λογογραφίας, εν καθαρά ψυχολογική και ιστορική κρίσει.» Ο Βιζυηνός βρίσκεται στο μεταίχμιο παρακμής της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής και του ρομαντισμού (Δ.Παπαρρηγόπουλος, Αχ. Παράσχος) και στο ανανεωτικό πνεύμα που θα φέρει η Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Επειδή ακριβώς βρίσκεται μέσα σ’αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο ο συγγραφέας διανθίζει το έργο του με τα χαρακτηριστικά και των δύο παραδόσεων.