RSS Feed

Η γενιά του ’30

Από την Ευαγγελία Ξυλοπαρκιώτη, Φιλόλογο ΑΠΘ

Ποιά είναι η περιβόητη γενιά του ’30, που άλλαξε τα μέχρι τότε δεδομένα στα ελληνικά γράμματα; Η γενιά του ’30 αποτελεί μύθο ή πραγματικότητα; Πρόκειται για μια ομάδα με ομοιογενή χαρακτηριστικά ή όχι; Αυτά είναι, εν ολίγοις, θέματα που απασχόλησαν γενιές μελετητών μέχρι σήμερα.

Η γενιά του ’30 εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα μετά από περίοδο αναταρραχών στο πολιτικό σκηνικό της χώρας και πολέμων, λίγο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Είναι μια γενιά, που διαμορφώθηκε από την εμπειρία του πολέμου και προβληματίζεται για μείζονα θέματα, για τον χρόνο και τον τόπο, για την παράδοση, για  την μνήμη και την Ιστορία. 

Ο όρος «γενιά του ’30», δεν αποτελεί ληξιαρχικό ζήτημα αλλά αναφέρεται στην ιστορική στιγμή, κατά την οποία οι εκπρόσωποί της εμφανίζονται και διαδραματίζουν το ρόλο τους στα ελληνικά γράμματα. Πρόκειται για μια ομάδα με ανομοιογενή χαρακτηριστικά, καθώς σ’αυτή εντάσσονται συντηρητικοί (όπως ο Α.Καραντώνης) αλλά και αριστεροί (όπως ο Κ.Πολίτης), ρεαλιστές και υπερρεαλιστές, κοσμοπολίτες και φανατικοί της παράδοσης.

Το έτος 1935 αποτελεί σταθμό στην ποίηση της «γενιάς του ’30», καθώς τότε δημοσιεύεται και η τελευταία συλλογή του Παλαμά και ιδρύεται το περιοδικό «Νέα Γράμματα», με το οποίο συνεργάζονται οι κυριότεροι εκπρόσωποι της γενιάς. Επίσης αυτήν την περίοδο εκδίδετα το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη και εισάγεται στην Ελλάδα ο υπερρεαλισμός με την Υψικάμινο του Εμπειρίκου. Στην ίδια δεκαετία εμφανίζεται ο εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού, Νίκος Εγγονόπουλος ενώ παράλληλα δημοσιεύονται και τα πρώτα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο του Ρίτσου και Βρεττάκου.

Η γενιά αυτή επιχειρεί να γεφυρώσει μέσα από  την τέχνη το χάσμα της εθνικής ταυτότητας, συμφιλιώνει τον μοντερνισμό με την παράδοση, τον κοσμοπολιτισμό με την εντοπιότητα. Το ελληνικό φως, το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο, η επιστροφή στις πηγές αποτελούν τα θέματα, με τα οποία καταπιάνονται οι εκπρόσωποι της γενιάς. Αναδεικνύεται η ελληνική ιδιαιτερότητα, οι εκπρόσωποι της στέκονται απέναντι στη Δύση χωρίς να αισθάνονται κατώτεροι, φέρνουν την πεζογραφία απο την ειδυλλιακή επαρχία στις πόλεις, κοντά στην τρέχουσα πραγματικότητα και στις ανησυχίες του μεταπολεμικού ανθρώπου. Στέκονται με αγάπη και θαυμασμό απέναντι στον λαϊκό πολιτισμό, την λαϊκή γλώσσα και την ακαδημαϊκή τέχνη ενώ παράλληλα αρχίζουν να γράφουν σε ελεύθερο στίχο.

Πολλοί είναι και οι επικριτές της γενιάς, εξάλλου αυτό δεν είναι το σύνηθες σε κάθετι σπουδαίο; Για εκείνους πρόκειται για μια γενιά αστών, που με υπολογισμένους χειρισμούς του λογοτεχνικού θεσμού, φρόντισε για την υστεροφημία της, κατασκεύασε το μύθο της και επέβαλε μεθοδικά την ηγεμονία της στα νεοελληνικά γράμματα. Το 1940-1974 οι αντίπαλοι της προβάλλουν τον αρνητικό μύθο των δυτικοθρεμμένων μεγαλοαστών και αδύναμων πεζογράφων. Όμως την απάντηση σε όλους αυτούς έρχονται να δώσουν τα δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας, που απονέμονται το 1963 στο Σεφέρη και το 1979 στον Ελύτη.

Ο Μάριο Βίτι, αναφέρει πως «Η “γενιά του ΄30”, ή όπως αλλιώς θέλουμε να την ονομάσουμε, εισήγαγε μεγάλες αλλαγές σε θεμελιώδεις προϋποθέσεις της τέχνης στη δεκαετία του 1930, όταν συντελούνταν παγκοσμίως σημαντικές αλλαγές στη λογοτεχνία και γενικά στην τέχνη του 20ού αιώνα. Επειτα από αυτές τις μεγάλες αλλαγές δεν συνέβησαν άλλες. Οι γενιές που ακολούθησαν αμφισβήτησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν ό,τι είχε γίνει ως εκείνη τη στιγμή. Οσο περνάει ο καιρός αντιλαμβανόμαστε περισσότερο τη σημασία αυτού του γεγονότος».

 

Ο Νάσος Βαγενάς, καθηγητής Νεοελληνικής λογοτεχνίας, θεωρεί πως «είναι λάθος να μιλάμε για “μύθο της γενιάς του ΄30”, με όποια σημασία και αν εννοούμε τη λέξη “μύθος”, θετική ή αρνητική. Διότι η “γενιά του ΄30” δεν είναι κάτι το παρωχημένο, όπως πιστεύει η κοινωνιολογούσα λογοτεχνική κριτική, ούτε παρελθόν που έχει υψωθεί στην περιοχή του μύθου. Είναι και σήμερα μια ζωντανή πραγματικότητα. Ογδόντα χρόνια μετά την εμφάνισή της η “γενιά του ΄30” αποτελεί ακόμη τον ρυθμιστή της λογοτεχνικής και, γενικότερα, της καλλιτεχνικής  ζωής μας, όσο και αν προσπαθούμε να ξορκίσουμε την επιβλητική παρουσία της με μεταμοντέρνα μαντζούνια και ορθοπολιτικές “ετερότητες”. Και αυτό γιατί όχι μόνο υπήρξε μια μεγάλη γενιά- η γενιά που έμπασε την ελληνική λογοτεχνία στον 20ό αιώνα- αλλά και γιατί οι μεταγενέστεροι δεν κατορθώσαμε να διδαχθούμε όσα έπρεπε από το επίτευγμά της. Αν το είχαμε κατορθώσει, δεν θα ξιφουλκούσαμε σήμερα, με ξύλινα σπαθιά, εναντίον της».

 

Τέλος ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψη των ίδιων των εκπροσώπων απέναντι σ’αυτό που πολλοί ονόμασαν γενιά του ’30 :  ο Σεφέρης αναφέρεται ελάχιστα στην γενιά ενώ ο Ελύτης αρνείται οτι ανήκει σ’αυτή˙ άλλοι όπως ο Μυριβήλης και ο Θεοτοκάς θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη της γενιάς του ’30. Συγκεκριμένα ο Θεοτοκάς –στον οποίο φαίνεται πως ανήκει και η πατρότητα του όρου «γενιά του ’30»-  γράφει :  «Δεν το λέω δηµόσια, µα θυµούµαι καλά πως εγώ πρώτος µεταχειρίστηκα τον όρο γενεά του 1930. Συνειδητά και εκ προθέσεως προσπάθησα από καιρό να δηµιουργήσω και να επιβάλω το µύθο του 1930 και τώρα βλέπω ότι κάτι κατόρθωσα. Η οριστική καθιέρωση του µύθου ήτανε της οµιλίας µου ο σκοπός. Το κάνω αυτό γιατί πιστεύω πως µια πνευµατική ζωή ανοργάνωτη και άστατη σαν τη δική µας έχει ανάγκη από τέτοιους µύθους, από καιρό σε καιρό, για να συγκεντρώνεται, να τονώνεται και να επιβάλλεται κατά κάποιον τρόπο στο κοινό της».

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: