του Νίκου Βλάχου
Α) Κατηγορίες και υποκατηγορίες μουσικών οργάνων στην κλασική αρχαιοελληνική περίοδο.
Το πλήθος και η ποικιλία των μουσικών οργάνων στην κλασική αρχαιοελληνική περίοδο, είχε σαν αποτέλεσμα να προταθούν διάφορες ταξινομήσεις βάσει ποικίλων κριτηρίων. Τελικά, η σύγχρονη οργανολογία κατέληξε στην ταξινόμηση που πρότειναν οι Έριχ Φόν Χόρμπονστελ και Κουρτ Ζάκς το 1914, με κριτήριο το είδος/υλικό της ηχογόνου πηγής. Οι τρείς βασικές κατηγορίες αρχαιοελληνικών οργάνων λοιπόν, είναι: 1) χορδόφωνα ή έγχορδα, 2) αερόφωνα ή πνευστά και 3) Μεμβρανόφωνα και ιδιόφωνα ή κρουστά. Οι τρείς αυτές βασικές κατηγορίες διαιρούνται σε διάφορες υποκατηγορίες με βάση το ίδιο κριτήριο.
1) Νυκτά Έγχορδα ή Χορδόφωνα
Στα έγχορδα ανήκουν όλα τα όργανα που έχουν χορδές, παίζονταν είτε με γυμνά δάκτυλα είτε με πλήκτρο (συνήθως από ελεφαντόδοτο). Ήταν δηλαδή νυκτά (ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ρήμα νύσσω: ψηλαφώ, κεντρίζω ελαφρά, τσιμπώ.) Τα αρχαία έγχορδα υποδιαιρούνται σε τρείς υποοικογένειες:
- i) Έγχορδα της οικογένειας της λύρας
- ii) Έγχορδα πολύχορδα της οικογένειας άρπας/ ψαλτηρίου
iii) Έγχορδα με βραχίονα της οικογένειας του λαούτου.
- i) Στην πρώτη υποκατηγορία, το πιο αντιπροσωπευτικό όργανο είναι η λύρα, το «εθνικό όργανο» των αρχαίων Ελλήνων. Κατασκευαζόταν από κέλυφος χελώνας, πάνω στο οποίο άπλωναν μια τεντωμένη μεμβράνη για αντηχείο, στερέωναν δύο βραχίονες και στα άκρα τους προσάρμοζαν το ζυγό, ένα ξύλο όπου στερεώνονταν οι χορδές, οι οποίες την κλασική περίοδο αυξήθηκαν σε δώδεκα. Το υλικό των χορδών που προερχόταν από έντερα ή τένοντες προβάτου ή κατσικιού, αλλά κυρίως η μεμβράνη του αντηχείου, είχαν σαν αποτέλεσμα ο ήχος της λύρας να είναι διακριτικός και θαμπός. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ιδίας οικογενείας και προγενέστερο της λύρας όργανο, ήταν η φόρμιγξ. Όργανο που συχνά αναφέρεται στον Όμηρο ως συνοδευτικό της απαγγελίας των ραψωδών. Η φόρμιγξ είχε διαπεραστικό ήχο, όπως φαίνεται και από το Ομηρικό επίθετο λιγεία φόρμιγξ (οξύφωνη φόρμιγγα). Άλλες παραλλαγές της λύρας ή παρεμφερή όργανα, ήταν: ο κλεψίαμβος, το εννεάχορδον, η ιαμβύκη , η κίθαρις και ο κινδαψός ή σκινδαψός.
Μια τελειοποιημένη και εξελιγμένη μορφή της λύρας, ήταν η κιθάρα. Όργανο πιο βαρύ, πιο μεγάλο και πιο ηχηρό από τη λύρα, με μεγάλη αντοχή στο χρόνο, με δυνατότητες απόδοσης διαφόρων συστημάτων (επτάχορδον, τέλειον έλαττον, τέλειον μείζον, κ.α.) και κατάλληλο για εκδηλώσεις σε ανοικτούς μεγάλους χώρους. Κατέληξε και αυτή να έχει δώδεκα χορδές σαν τη λύρα και παιζόταν πάντοτε με πλήκτρο από ελεφαντόδοτο. Συγγενικά όργανα με την κιθάρα ήταν η κινύρα και η ψάλτιγξ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρίπους, όργανο αποτελούμενο από τρείς κιθάρες προσαρμοσμένες σε μια περιστρεφόμενη βάση, που σου έδινε τη δυνατότητα να εναλλάξεις αρμονία ανάμεσα στη Δωρική, τη Φρυγική και τη Λυδική, στις οποίες ήταν τονισμένη η κάθε μια από τις τρείς κιθάρες.
- ii) Στην δεύτερη υποκατηγορία έχουμε δύο ευρύτερες οικογένειες οργάνων: τις άρπες και τα ψαλτήρια. Οι άρπες παίζονταν όρθιες με γυμνά δάκτυλα, δεν είχαν αντηχείο και δεν είχαν μεγάλη διάδοση στην αρχαία Ελλάδα. Μόνο ένα όργανο είναι γνωστό από αυτή την υποοικογένεια, το τρίγωνον. Αντιθέτως, τα ψαλτήρια (το όνομα τους προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα ψάλλω που σημαίνει εγγίζω ισχυρά, τεντώνω χορδή, παίζω έγχορδο όργανο με τα δάκτυλα) ήταν ευρύτατα διαδεδομένα, παίζονταν σε οριζόντια θέση με γυμνά δάκτυλα και είχαν αντηχείο. Τα πιο γνωστά από τα ψαλτήρια ήταν: το επιγόνειον, το σιμίκιον, η μάγαδις, η πήκτις ή πηκτίς, ο νάβλας ή η νάβλα.
iii ) Στην τρίτη κατηγορία ανήκει το όργανο Πανδουρίς ή τρίχορδο και οι παραλλαγές του. Είχε μικρό αντηχείο, τρείς χορδές, παιζόταν πιέζοντας τις χορδές στο βραχίονα με το αριστερό χέρι και τραβώντας τις με το δεξιό. Μολονότι το όργανο αυτό είχε περιορισμένη διάδοση στην αρχαία Ελλάδα, η οικογένεια του είχε μακρά εξέλιξη στην Ανατολική Μεσόγειο και Μεσοποταμία. Σημερινές μετεξελίξεις του οργάνου αυτού αποτελούν το σάζι, ο ταμπουράς και το παραδοσιακό τρίχορδο μπουζόυκι.
2) Αερόφωνα ή πνευστά
Στα αερόφωνα ή πνευστά ανήκουν όλα τα όργανα που παράγουν ήχους με τη διοχέτευση αέρα σε αέρια στήλη. Η οικογένεια αυτή ταξινομείται οργανολογικά σε δύο βασικές υποοικογένειες:
- i) Αυλοί χωρίς επιστόμιο, ή φλάουτα
α)Με ανοικτό άκρο
β)Με κλειστό ή φραγμένο άκρο
- ii) Πνευστά με επιστόμιο
α) Αυλούς με γλωττίδες
β) σάλπιγγες με επιχείλιο επιστόμιο
- i) Στην υποοικογένεια αυτή ανήκουν, από τη μια πλευρά τα ακροφύσητα ανοικτά φλαόυτα, που ονομάζονται και μονοκάλαμοι σύριγγες. Τα φλάουτα αυτά εμφυσώνται από το κυκλικό χείλος του ενός άκρου. Από την άλλη πλευρά, έχουμε τα φλάουτα που έχουν το κάτω άκρο τους φραγμένο, οπότε ο αέρας επιστρέφει στο σημείο της εμφύσησης από όπου διαφεύγει κατακόρυφα προς τα πάνω. Τέτοια είναι: o πολυκάλαμος σύριγξ του Πανός, ένα πολλαπλό κλειστό φλαόυτο φτιαγμένο από φραγμένα καλάμια χωρίς επιστόμιο. Επίσης στην υποοικογένεια αυτή ανήκει και η Ύδραυλις ή ο ύδραυλος ή το υδραυλικό όργανο, μια τεράστια ανεστραμμένη πολυκάλαμος σύριγγα που παιζόταν από μακριά με τη βοήθεια πλήκτρων.
- ii) Στην δεύτερη υποοικογένεια των πνευστών έχουμε, από τη μια πλευρά, τους αυλούς. Ο αυλός αποτελείτο από έναν κυλινδρικό σωλήνα φτιαγμένο από διάφορα υλικά (οστά, καλάμι, κέρατα, ελεφαντόδοτο, χαλκό, ασήμι ή ξύλο. Πάνω στο σωλήνα υπήρχαν οπές, τα τρήματα. Στην αρχή του σωλήνα υπήρχε το επιστόμιο, στο οποίο βρισκόταν η καλαμένια γλωττίδα. Πιο συνηθισμένη ήταν η χρήση του διπλού αυλού, του διαύλου, αντί του μοναύλου. Η δυσκολία στο παίξιμο, όμως, του διαύλου, είχε σαν αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του, ήδη από την πρωτοχριστιανική εποχή. Άλλο σημαντικό πνευστό όργανο ήταν η σάλπιγξ, χωρίς γλωττίδα, αλλά με επιστόμιο σαν τη σημερινή τρομπέτα. Ηχηρό όργανο, προσφερόταν για πολεμικά σαλπίσματα.
3) Μεμβρανόφωνα και ιδιόφωνα ή κρουστά
Τα πιο χαρακτηριστικά μεμβρανόφωνα και ιδιόφωνα ήταν: το τύμπανον, το κατεξοχήν μεμεβρανόφωνο, φτιαγμένο από δύο δερμάτινες μεμβράνες στερεωμένες σε μια ξύλινη στεφάνη. Άλλα ήταν το σείστρον, τα κρόταλα, ιδιόφωνο όργανο αποτελούμενο από κομμάτια ξύλου, όστρακου ή μετάλλου που τα κτυπούσαν μεταξύ τους και τα κύμβαλα, που αποτελούνταν από δύο ημισφαιρικά πιάτα.
Β)Η Χρήση των μουσικών οργάνων κατά την κλασική αρχαιοελληνική περίοδο
Τα μουσικά όργανα στην αρχαιότητα έπαιζαν σημαντικό συνοδευτικό ρόλο σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτιστικού, θρησκευτικού, κοινωνικού και καθημερινού βίου. Ξεκινώντας από τα νυκτά έγχορδα, διαπιστώνουμε ότι η λύρα αποτελούσε, όπως προαναφέραμε, το «εθνικό» μουσικό όργανο των αρχαίων Ελλήνων. Συνδέθηκε με τη λατρεία του Απόλλωνα και τους ύμνους προς το θεό του φωτός και της αρμονίας. Η ευκολία στο παίξιμό της, την κατέστησε το καταλληλότερο όργανο για τη μουσική εκπαίδευση των νέων, ενώ ο μάλλον διακριτικός και θαμπός της ήχος, την κατέστησε την ιδανικότερη συνοδεία για κοινωνικές εκδηλώσεις και συμπόσια κλειστών χώρων, όπου κυριαρχούσε το είδος της λυρικής μονωδίας.
Η λύρα, όμως, ήταν ανεπαρκής για τους μεγάλους υπαίθριους ανοικτούς χώρους. Εκεί, οι μουσικοί αναγκάζονταν να καταφύγουν στη συγγενική βαθύφωνη κιθάρα. Η κιθάρα έγινε το όργανο των επαγγελματιών, σε αντίθεση μα τη λύρα που ήταν το όργανο των ερασιτεχνών. Η κιθάρα προσφερόταν για εκδηλώσεις σε ανοικτούς χώρους, όπως οι μεγάλες πανελλήνιες θρησκευτικές και αθλητικές γιορτές, τα Πύθια, τα Ίσθμια, τα Νέμεα, τα Ολύμπια και τα Παναθήναια. Στις γιορτές αυτές διεξάγονταν και μουσικοί αγώνες, όπου συμμετείχαν κιθαρωδοί, δηλαδή τραγουδιστές που συνόδευαν την ερμηνεία τους με κιθάρα και ψιλοκιθαρισταί , δηλαδή εκτελεστές που έπαιζαν σόλο κιθάρα. Το άλλο συγγενικό όργανο, η Ομηρική φόρμιγξ, συνόδευε τους ραψωδούς στην απαγγελία τους και ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την επική ποίηση.
Στον αντίποδα της ευγενούς και αριστοκρατικής λύρας με το διακριτικό ήχο και τη σύνδεση με την Απολλώνεια λατρεία, βρισκόταν ο οργιαστικός αυλός με τον οξύ και διαπεραστικό ήχο, που συνδέθηκε από την αρχή με τη Διονυσιακή λατρεία και τις Διονυσιακές τελετές και τους αγώνες του διθυράμβου που διεξάγονταν από το 508 π.Χ., στα πλαίσια των Μεγάλων Διονυσίων. Οι αυλοί συνεπαίρνουν τις λαϊκές μάζες και συνοδεύουν ποικίλες εκδηλώσεις: από το χορό της αρχαίας τραγωδίας και τη χορική λυρική ποίηση, μέχρι κάθε είδους οργιαστική και μυστηριακή τελετή, τους πανελλήνιους αγώνες, τους θρησκευτικούς και μη χορούς, ενώ ρυθμίζουν το βήμα των στρατιωτών και τις κινήσεις των κωπηλατών. Άλλα πνευστά με σημαντικό κοινωνικό ρόλο ήταν η σύριγξ, που αποτελούσε την αρχαία ποιμενική φλογέρα και συνόδευε τους βοσκούς και η σάλπιγξ, που έδινε το σύνθημα της επίθεσης ή της υποχώρησης στον πόλεμο.
Από τα κρουστά, τα πιο διαδεδομένα ήταν τα κρόταλα που είχαν συνδεθεί με τις λατρευτικές οργιαστικές τελετές του Διονύσου και του Πανός. Επίσης, το τύμπανον συνόδευε πολλές φορές το χορό του δράματος, ρύθμιζε τις κινήσεις των κωπηλατών και τα βήματα των στρατιωτών. Τέλος τον υμέναιο, το νυφικό και γαμήλιο τραγούδι δηλαδή, συνόδευε ένας συνδυασμός οργάνων αποτελούμενος από αυλό, σύριγγα και κιθάρα.