Εισήγηση της Δέσποινας Γαβριηλίδου
Κύριες και κύριοι καλησπέρα σας,
Με αφορμή τη συμπλήρωση 120 χρόνων από το θάνατο του Γεώργιου Βιζυηνού, απόψε βρισκόμαστε εδώ, για να τιμήσουμε το μεγάλο τέκνο της Θράκης, που μέσα από το έργο του, προβάλλει ένα μέρος του πλούσιου λαογραφικού θησαυρού μας.
Συγκεκριμένα, στην παρούσα εισήγηση, θα μιλήσουμε για κάποιες από τις όψεις της θρακικής ζωής, όπως παρουσιάζονται σ’ ένα από τα πιο αγαπημένα διηγήματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, «Το αμάρτημα της Μητρός μου».
Στο « Αμάρτημα της μητρός μου», ο συγγραφέας παρουσιάζεται γοητευμένος από την πατρική εστία και τα ιερά χώματα του τόπου του, μας μιλάει για τη μητρική στοργή και μας μεταφέρει σε θρησκευτικές εικόνες τυπολατρίας και τελετουργίας.
Γενικά, αντλεί την πρώτη ύλη του διηγήματος του από την παραδοσιακή κοινωνία της Βιζύης του 19ου αι. Επιλέγει ως ήρωες λαϊκά πρόσωπα της παραδοσιακής κοινωνίας, αναδεικνύοντας παράλληλα το εθιμικό πλαίσιο της περιοχής του και εντοπίζει τις συνέπειες που έχει αυτό στον ψυχισμό των ανθρώπων.
Με τη χρήση των λαογραφικών στοιχείων η αφήγηση ξεπερνά τα πλαίσια της προσωπικής και οικογενειακής ιστορίας και αποκτά ευρύτερες διαστάσεις, αφού ο συγγραφέας “μεταφέρει στο έργο του κομμάτια αυθεντικής ζωής, μέσα στο οποίο αναπνέει η εθνική ψυχή, εικονίζεται ο εθνικός βίος, μιλάει το λαϊκό συναίσθημα και ξαναζωντανεύει πολλά στοιχεία της θρακιώτικης παράδοσης.”
Αν και το συγκεκριμένο διήγημα προσφέρεται για περαιτέρω ανάλυση, εμείς θα σταθούμε σε τρία βασικά στοιχεία της θρακικής ζωής του 19ου αιώνα.
Το πρώτο είναι η θέση της γυναίκας στη θρακική κοινωνία.
Οι γυναίκες εκείνη την εποχή έπρεπε να φροντίζουν την οικογένειά τους, απασχολούμενες, με μια σειρά οικιακών δουλειών και παράλληλα όφειλαν να προστατεύουν την τιμή και το όνομά τους. Μια γυναίκα δε μπορούσε να βγαίνει από το σπίτι της, χωρίς τη συνοδεία του άντρα της, καθώς υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να θεωρηθεί από την τοπική κοινωνία ότι δε σέβεται το σύζυγό της.
Στις κλειστές κοινωνίες ήταν πολύ εύκολο να κατηγορηθεί μια γυναίκα για ανηθικότητα, έστω κι αν την έβλεπαν απλώς να μιλάει με κάποιον άντρα, ή να θεωρηθεί ασυνεπής απέναντι στις υποχρεώσεις της, αν δε βρισκόταν διαρκώς στο σπίτι της, ασχολούμενη με τα οικιακά της καθήκοντα.
Ενδεικτικά, ο συγγραφέας μας αναφέρει για τη μητέρα του:
“Ἀφ’ ὅτου ἀπέθανεν ὁ πατὴρ μας, δὲν εἶχεν ἐξέλθει τῆς οἰκίας. Διότι ἐχήρευσε πολὺ νέα καὶ ἐντρέπετο νὰ κάμῃ χρῆσιν τῆς ἐλευθερίας, ἥτις, καὶ ἐν αὐτῇ τῃ Τουρκίᾳ, ἰδιάζει εἰς πᾶσαν πολύτεκνον μητέρα. Ἀλλ’ ἀφ’ ἧς ἡμέρας ἔπεσεν ἡ Ἀννιὼ σπουδαίως εἰς τὸ στρῶμα, ἔβαλε τὴν ἐντροπὴν κατὰ μέρος.”
Όπως μας αναφέρει ο Βιζυηνός, οι γυναίκες που ήταν πολύτεκνες ,αν έχαναν το σύζυγό τους, μπορούσαν να βγαίνουν από το σπίτι τους χωρίς να φοβούνται μήπως τις κατακρίνουν . Η κοινωνία αναγνώριζε το δικαίωμα σε μια μητέρα να εργαστεί, εφόσον δεν υπήρχαν άλλοι οικονομικοί πόροι για την επιβίωση της οικογένειάς της.
Η συνήθεια αυτή επικρατούσε και στην ίδια την Τουρκία, όπως πληροφορούμαστε από το απόσπασμα. Αξίζει να σημειώσουμε, πως η Βιζύη βρισκόταν στην τουρκοκρατούμενη Ανατολική Θράκη και βρισκόταν άρα υπό την επιρροή των τούρκικων τρόπων ζωής.
Γενικότερα, το λαογραφικό στοιχείο είναι άμεσα συνυφασμένο με τις δεισιδαιμονίες, τις δοξασίες, τις προλήψεις και τα λαϊκά θρησκευτικά δρώμενα της Θράκης του 19ου αι.
Οι κάτοικοι του χωριού κινούνται με βάση όσα έχουν μάθει από τους προγόνους τους και το βλέπουμε στον τρόπο που αντιμετώπιζαν τον κόσμο, αναβιώνοντας τρόπους και σκέψεις ενός ουσιαστικά πολύ απομακρυσμένου παρελθόντος.
Σας παραθέτω το εξής απόσπασμα από το κείμενο:
“Πᾶσα νόσος, ἄγνωστος εἰς τὸν λαόν, διὰ νὰ θεωρηθῇ ὡς φυσικὸ πάθος, πρέπει, ἤ νὰ ὑποχωρήσῃ εἰς τὰς στοιχειώδεις ἰατρικὰς τοῦ τόπου γνώσεις, ἤ νὰ ἐπιφέρῃ ἐντὸς ὁλίγου τὸν θάνατον. Εὐθὺς ὡς παραταθῇ καὶ χρονίσῃ, ἀποδίδεται εἰς ὑπερφυσικὰς αἰτίας, καὶ χαρακτηρίζεται ὡς ἐξωτικόν.”
Στη Θράκη του 19ου αιώνα, οι ασθένειες διακρίνονταν σε αυτές που οφείλονταν σε φυσικά αίτια και σε αυτές που αποδίδονταν σε υπερφυσικούς παράγοντες.
Η ίαση των πρώτων αναζητείται σε βότανα, σε δήθεν μορφωμένους, σε κομπογιαννίτες, σε επιτήδειους που υποτίθεται ασκούσαν το επάγγελμα του γιατρού, όπως “Ὁ χονδρὸς τῆς συνοικίας κουρεύς, ἦτον ὁ μόνος ἐπίσημος ἰατρὸς ἐν τῇ περιφερείᾳ μας.”
Η θεραπεία των δεύτερων περιλάμβανε εξορκισμούς του κακού, χαϊμαλιά, προσευχές μαγισσών, τάματα και άλλα τέτοια παρόμοια μέσα. Οι ασθένειες αυτές αποδίδονταν σε υπερφυσικά αίτια, σε σκοτεινές δυνάμεις του κακού και σε δεισιδαιμονίες, όπως:
“Ὁ ἀσθενὴς ἐκάθησεν εἰς ἄσχημον τόπον. Ἐπέρασε νύκτα τὸν ποταμόν, καθ’ ἥν στιγμὴν αἱ Νηρηῗδες ἐτέλουν ἀόρατοι τὰ ὄργιά των. Ἐδιασκέλισε μαῦρον γάτον, ὁ ὁποῖος ἦτο κυρίως ὁ ἔξω ἀπὸ ἐδῶ μεταμορφωμένος. ”
Η αιτιολόγηση αυτών των ασθενειών όσο και τα μέσα αντιμετώπισης που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι της εποχής, οφείλονταν στην αμάθεια καθώς και στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδό τους, που τους καθιστούσε ευκολόπιστους.
Έτσι, το φαινόμενο δικαιολογείται εν μέρει αν σκεφτούμε ότι επρόκειτο για μια κλειστή αγροτική κοινωνία αλλά και εξαιτίας των ανεπαρκών γνώσεων της ιατρικής της εποχής, αφού δεν είχαν πρόσβαση οι κάτοικοι, που μάλιστα ήταν προσκολλημένοι και στην παράδοση.
Γι’ αυτό, λοιπόν τις αθεράπευτες ασθένειες ,η θρησκεία τις θεωρεί έργα του σατανά και προσπαθεί να τις θεραπεύσει με εξορκισμούς και ευχές, απαγορεύοντας αυστηρά στους πιστούς να χρησιμοποιούν μέσα μαγικά, που αποτελούν αμαρτία.
“Ἡ μήτηρ μου ἦτο μᾶλλον εὐλαβὴς παρὰ δεισιδαίμων. Κατ’ ἀρχὰς ἀπετροπιάζετο τὰς τοιαῦτας διαγνώσεις, καὶ ἠρνεῖτο νὰ ἐφαρμόσῃ τὰς προτεινομένας γοητείας, φοβουμένη μὴ ἁμαρτήσῃ” κι έτσι χρησιμοποιούσε τους θρησκευτικούς τρόπους απαλλαγής από τον σατανά.
Ωστόσο, μετά τις ατελέσφορες προσπάθειες της μητέρας με τη χρήση θρησκευτικών μέσων, καταφεύγει απελπισμένη στα μαγικά και όπως αναφέρεται μέσα στο κείμενο “Ἡ θρησκεία ἔπρεπε νὰ συμβιβασθῇ μὲ τὴν δεισιδαιμονίαν.”
Άρα, παρατηρούμε πως το λαογραφικό στοιχείο είναι άμεσα συνυφασμένο με το θρησκευτικό και ότι πολλά στοιχεία παραμένουν αναλλοίωτα ως τις μέρες μας, όπως για παράδειγμα, ο μαγικός- συμβολικός αριθμός σαράντα, η πίστη στην ύπαρξη δαιμονίων μέσα στον άνθρωπο, οι διηγήσεις για τον τρόπο με τον οποίο φεύγουν τα δαιμόνια της ώρα της Θείας Λειτουργίας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα λαογραφικού στοιχείου, το οποίο συνδέεται άμεσα με τη θρησκεία είναι η σκηνή με τη χρυσαλίδα, την επίκληση δηλαδή, προς το νεκρό πατέρα, σαν έσχατο μέσο σωτηρίας του παιδιού.
Το συγκεκριμένο λαϊκό δρώμενο έχει σχέση με την πανάρχαια θρησκευτική συνήθεια της λατρείας και της θεοποίησης των νεκρών.
Η πίστη των ανθρώπων στην ικανότητα της ψυχής ενός νεκρού να επιστρέφει στη γη, οφείλεται στην αδυναμία τους κατανοήσουν τον οριστικό αποχωρισμό τους από τα αγαπημένα πρόσωπα. Έτσι, επινοούν τρόπους με τους οποίους προσπαθούν να παρατείνουν την επικοινωνία με τους νεκρούς και να συντηρήσουν όσο μπορούν περισσότερο ζωηρή τη μνήμη των αγαπημένων τους.
Η χρυσαλίδα, που στα νέα ελληνικά είναι η πεταλούδα, είναι ο φορέας της ψυχής του νεκρού. Έτσι, η παρουσία της χρυσαλίδας είναι πολύ φυσιολογική, αφού είναι γνωστή η τάση των εντόμων να πλησιάζουν το φως. Άλλωστε, υπάρχει και η λαϊκή αντίληψη πως η πεταλούδα μοιάζει με την ψυχή.
Η μητέρα, λοιπόν, κάνοντας μια απέλπιδα προσπάθεια, να σώσει το άρρωστο κοριτσάκι της, ετοιμάζει μια τελετή τα μεσάνυχτα που μοιάζει με κηδεία ή μνημόσυνο, χωρίς όμως την παρουσία κάποιου κληρικού.
Την βλέπουμε να θυμιατίζει και δίπλα στην Αννιώ να είναι απλωμένη στο πάτωμα η φορεσιά του πατέρα καθ’ ἥν τάξιν φορείται. Παραδίπλα, υπάρχει ένα σκαμνάκι σκεπασμένο με μαύρο πένθιμο πανί κι ένα σκεύος με νερό, το οποίο αποκτά θαυματουργικές ιδιότητες και απ’ αυτό πίνουν στο τέλος όλοι. Αυτό, αντιστοιχεί πέρα για πέρα στον αγιασμό και το νερό που ήπιε η Αννιώ μοιάζει με την τελευταία κοινωνία του μελλοθάνατου. Τέλος, εκατέρωθεν της Αννιώς, υπάρχουν δυο αναμμένες λαμπάδες και όσοι συμμετέχουν, προσεύχονται γονυπετείς και επικαλούνται τη βοήθεια του νεκρού, όπως οι πιστοί τη βοήθεια του Θεού.
Μέσα από τις λαικές αντιλήψεις για την έκβαση της αρρώστιας και το λαικό δρώμενο της χρυσαλίδας, συντελείται η αποκάλυψη ενός ολόκληρου μικρόκοσμου μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις που το αποτελούν με το φυσικό και μεταφυσικό τους περιβάλλον.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός δεν αναφέρεται μόνο στις προλήψεις και στις δεισιδαιμονίες των κατοίκων της Βιζύης, μας περιγράφει εκτενέστατα το εθιμικό πλαίσιο της υιοθεσίας στη Θράκη, όταν η Δεσποινιώ, μετά τον χαμό της Αννιώς, αποφασίζει να υιοθετήσει ένα άλλο κοριτσάκι.
Η όλη διαδικασία της υιοθεσίας, έχει μεγάλο ενδιαφέρον , αφού δεν υπάρχουν γραφειοκρατικές τυπικότητες, αλλά υπάρχει ένα καθορισμένο τελετουργικό από θρησκευτική και «πολιτική» άποψη.
Η διαδικασία μοιάζει με γιορτή, στην οποία φορούν όλοι τα καλά τους κι είναι η ακόλουθη:
Ο ιερέας παραδίδει το παιδί στη θετή μητέρα, αφού αυτή υποσχεθεί πως θα το αγαπήσει και θα το αναθρέψει σαν να ήταν φυσικό της παιδί. Η παράδοση γίνεται μπροστά στην εικόνα του Χριστού, στους φυσικούς γονείς και σε όλο το εκκλησίασμα.
Έπειτα, μια πομπή με τους συγγενείς και επικεφαλής τον πρωτόγερο του χωριού, τη νέα μητέρα και το κοριτσάκι πηγαίνει στο σπίτι της και έξω από την αυλόπορτα ζητάει και παίρνει διαβεβαίωση ότι κανένας δε θα διεκδικήσει το παιδί από τη νέα του μητέρα.
Τέλος, οι φυσικοί γονείς φιλούν και αποχαιρετούν το παιδί τους και με τους άλλους συγγενείς τους, φεύγουν, ενώ οι συγγενείς της νέας οικογένειας του παιδιού μπαίνουν στο σπίτι με τον πρωτόγερο και γλεντούν.
Απ’ όλα τα παραπάνω, ο Γεώργιος Βιζυηνός θεωρείται άξιος φορέας της θρακιώτικης παράδοσης και ανοίγει σίγουρα ένα παράθυρο στη Θράκη του 19ου αι. Μέσα από την αναδρομή στα ήθη, τα έθιμα, τις αντιλήψεις και τις συνήθειες της εποχής, μας κάνει να συμμετέχουμε ενεργά με το νου και την ψυχή μας στα δρώμενα, δίνοντάς μας την ευκαιρία σύγκρισης με τα σημερινά δεδομένα, που σίγουρα απέχουν κατά πολύ από τον μικρόκοσμο της Βιζύης, της γενέτειρας του αγαπημένου Θρακιώτη συγγραφέα.
Ευχαριστώ πολύ