Από το Νίκο Βλάχο, Φιλόλογο Α.Π.Θ.
Στο αέτωμα επιτύμβιου μνημείου από την Αθήνα, το οποίο χρονολογείται μεταξύ 5ου και 6ου αι. μ.Χ., βρέθηκε η εξής επιγραφή : ὁ Χριστός ἐνίκησεν. Ἀμήν γένοιτο. Παρατηρούμε ότι το «ἀμήν», που είναι μία Εβραϊκή ευχετική λειτουργική φόρμουλα, συνοδεύεται από την ευχετική ευκτική «γένοιτο», που είναι το ελληνικό του ισοδύναμο. Όπως είπαμε, όμως, στην προηγούμενη ενότητα, η ευκτική έγκλιση, ακόμα και η ευχετική, είχε περιοριστεί σημαντικά στην Κοινή. Επομένως, η παρουσία ενός ρηματικού τύπου σε ευκτική σε επιγραφή του 5ου – 6ου αι. μ.Χ. αποτελεί γλωσσικό απολίθωμα. Ο λόγιος, λοιπόν, αυτός τύπος χρησιμοποιείται, κατά κανόνα από τη μετάφραση των Ο’ , για να αποδώσει το «ἀμήν», το οποίο, αν και είχε ενσωματωθεί στη λειτουργική γλώσσα, δεν ήταν από όλους κατανοητό.
Η χρήση ενός τέτοιου παρωχημένου αττικού λόγιου τύπου, όμως, εκτός του ότι θα απαντούσε στα ευαγγέλια για να αποδώσει το Εβραϊκό «ἀμήν», σίγουρα θα επιδοκιμαζόταν από ένα κίνημα γραμματικών, λογίων και συγγραφέων που προέκριναν τη μίμηση της κλασικής αττικής διαλέκτου του 5ου και 4ου αι. π.Χ. έναντι της ζωντανής, προφορικής Κοινής. Το κίνημα αυτό ονομαζόταν αττικισμός και έκανε την εμφάνιση του ήδη από τον 1ο αι. π.Χ., δηλαδή από την εποχή του Αυτοκράτορα Αυγούστου, στα ελληνιστικά κέντρα και κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Στα κέντρα αυτά γραμματικοί και λόγιοι δίδασκαν τους αρχαϊκούς αττικούς γραμματικούς τύπους και πίστευαν ότι η μίμηση της μορφής των κλασικών αττικών συγγραφέων και η χρήση ενός αμιγώς αττικού λεξιλογίου θα βοηθούσε στη δημιουργία μεγάλων έργων εφάμιλλων της κλασικής παραγωγής του 5ου και 4ου αι. π.Χ.
Ήταν σφοδροί πολέμιοι των απλοποιήσεων και των μεταβολών που συντελούνταν στην ελληνιστική Κοινή. Είχαν ως πρότυπο τους την ορθή και καθαρή αττική γλώσσα των συγγραφέων του 5ου και 4ου αι. π.Χ. (Πλάτωνα, Λυσία, Ξενοφώντα, Θουκυδίδη). Θεωρούσαν ότι το καθαρό αττικό λεξιλόγιο μπορούσε να διασφαλίσει την κομψότητα του λόγου και για να εκλάβουν μία λέξη ως σημαντική και άξια να συμπεριληφθεί στο λόγο τους, έπρεπε η λέξη αυτή να χρησιμοποιείται στα έργα των μεγάλων κλασικών συγγραφέων. Ήταν αντίθετοι, επίσης, με την εισροή ξένων λέξεων, κυρίως Λατινικών, στο ελληνικό λεξιλόγιο.
Εκτός, όμως, από τη μίμηση της μορφής, του ύφους και του λεξιλογίου της κλασικής εποχής, οι αττικιστές πίστευαν ότι η μελέτη των κειμένων των μεγάλων συγγραφέων του 5ου αι. π.Χ. θα ανέσταινε τις χαμένες αρχαίες αξίες του ένδοξου παρελθόντος, τις αξίες που οδήγησαν στο θρίαμβο των Περσικών πολέμων και στο κλέος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας
Οι αττικιστές εναντιώνονταν επίσης και στο ρητορικό κίνημα του Ασιανισμού που εμφανίζεται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. στην Έφεσο, στη Σμύρνη και στη Ρόδο και με όπλα την επιδεικτική ρητορική και την ανούσια φλυαρία απειλούσαν να καταλάβουν ακόμα και την ιστοριογραφία και πεζογραφία, όπου η αττική ήταν κυρίαρχη.
Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της αττικιστικής αντίδρασης στην ελληνιστική Κοινή ήταν ο Διονύσιος ο Αλικαρανασσεύς, που δίδαξε στη Ρώμη το 30-8 π.Χ. Στην εξάπλωση του κινήματος συνέδραμαν το υψηλό κύρος της αττικής διαλέκτου και των συγγραφέων του 5ου και 4ου αι. π.Χ., η πρακτική της μίμησης των κλασικών προτύπων που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή, η πολιτική του Αυγούστου που θεωρούσε ότι η επιστροφή στις κλασικές τέχνες και την κλασική γλώσσα θα εξασφάλιζε και την αναγέννηση των πατροπαράδοτων αξιών και η σχολαστική φιλολογική επεξεργασία που είχαν κάνει στα αττικά κλασικά κείμενα οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι μέσα από εκδόσεις, υπομνήματα και λεξικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αττικιστές Αλεξανδρινοί γραμματικοί καθιέρωσαν και τους τόνους, αφού είχε καταργηθεί η προσωδία και υπήρχε πρόβλημα στην ορθή προφορά των λέξεων. Έτσι οι τόνοι χρησίμευσαν ως οδηγοί ορθού τονισμού και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο.
Κατά τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ., η δυναμική εξάπλωση του χριστιανισμού έρχεται να κάνει οξύτερη την αντιπαράθεση ανάμεσα στον επιτηδευμένο γραπτό αττικό λόγο και στο ζωντανό προφορικό λόγο της Κοινής. Από τη μία πλευρά, ένα μεγάλο μέρος των αττικιστών στρέφεται εναντίον του χριστιανισμού γιατί περιφρονεί την ανεπιτήδευτη γλώσσα και την απλοϊκή προφορική διδασκαλία του και από την άλλη πλευρά, οι χριστιανοί χρησιμοποιούν την απλή λαϊκή γλώσσα και πολεμούν κάθε τι το κλασικό αρχαιοελληνικό που αποτελεί πρότυπο των αττικιστών, καθώς το θεωρούν ειδωλολατρικό. Από τον 4ο αι. μ.Χ., όμως, με τη διδασκαλία και την πνευματική παρουσία των Τριών Ιεραρχών, συγχωνεύεται και εναρμονίζεται η χριστιανική διδασκαλία με την κλασική αρχαιοελληνική παιδεία. Από εκείνη την περίοδο θα ενστερνιστεί τον αυστηρό αττικισμό και η επίσημη χριστιανική Εκκλησία. Τον 2ο αι. μ.Χ., επίσης, κυριαρχεί στον πνευματικό χώρο το κίνημα της Δεύτερης Σοφιστικής , οι εκπρόσωποι του οποίου είναι και αυτοί αττικιστές. Οι οξυδερκείς αυτοί ρήτορες σαγηνεύουν πλήθος κόσμου με τις διαλέξεις τους, παρόλο που ένα μεγάλο μέρος του απλού λαού δεν κατανοεί ούτε τις σοφιστικές τεχνικές τους ούτε και την αττικίζουσα γλώσσα τους πολλές φορές.
Η προσήλωση αυτή των αττικιστών στο ύφος, τη γλώσσα και τη μορφή των αρχαίων κλασικών συγγραφέων και τα συνακόλουθα διδάγματα τους είχαν θετικά και αρνητικά αποτελέσματα. Στα θετικά συγκαταλέγονται η προστασία του ελληνικού γραπτού λόγου από την εισβολή λατινικών λέξεων και η υπεράσπιση της κλασικής πολιτιστικής κληρονομιάς από κάποιους φανατικούς χριστιανούς. Στα αρνητικά συγκαταλέγονται η διγλωσσία και ο γλωσσικός διχασμός που ταλαιπώρησε το ελληνικό γένος για πολλές χιλιετίες και έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Οι αττικιστές με την αδιάλλακτη αρνητική στάση τους απέναντι στην Κοινή, οδήγησαν στη δημιουργία ενός χάσματος ανάμεσα στην επίσημη γραπτή επιτηδευμένη γλώσσα και τη ζωντανή προφορική. Με άλλα λόγια οδήγησαν σε έναν διχασμό ανάμεσα στους πεπαιδευμένους και στον απλό λαό . Επίσης, έργα σημαντικών συγγραφέων περιφρονήθηκαν, με μοναδικό κριτήριο το ότι έγραφαν σε μία πιο απλή γλώσσα από την αρχαϊκή αττική. Έτσι ένα μέρος σημαντικών λογοτεχνικών και επιστημονικών έργων χάθηκαν.
Επιπλέον, η φανατική προσκόλληση των αττικιστών στους κλασικούς συγγραφείς συνεχίστηκε και επικράτησε ως τάση και κατά τη Βυζαντινή περίοδο, με αποτέλεσμα αρκετοί Βυζαντινοί συγγραφείς να είναι σκληροπυρηνικοί και υπερσυντηρητικοί αρχαϊστές.
Τέλος, ο αττικισμός είχε ως συνέπεια τη στροφή ενός μεγάλου μέρους των λογίων σε ένα τεχνητό γραπτό ιδίωμα το οποίο δεν διέθετε ζωντάνια και δυναμική εξέλιξης.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...