της Πολυξένης Μαρκούτη
Η επικούρεια φιλοσοφία στη Ρώμη – Λουκρήτιος: ο «φιλόσοφος ποιητής» ή ο «ποιητής φιλόσοφος»
Τον 1ο αιώνα π. Χ. εκλείπει η παλιά εχθρότητα των Ρωμαίων προς τους φιλοσόφους, συνεπώς η φιλοσοφία μπορεί να ευδοκιμήσει στο ρωμαϊκό έδαφος. Ο επικουρισμός φτάνει στη Ρώμη και αποκτά οπαδούς, αν και ερχόταν σε σύγκρουση με τις παραδοσιακές ρωμαϊκές αντιλήψεις και υπέσκαπτε τα θεμέλια της παραδοσιακής ηθικής. Οι συγκρούσεις και ο πολιτικός αναβρασμός των τελευταίων χρόνων της Δημοκρατίας οδήγησαν τους Ρωμαίους στην ήρεμη ατμόσφαιρα του Κήπου. Ανάμεσα στους ρωμαίους επικούρειους ξεχωρίζει ένας, ο οποίος κατόρθωσε να περιβάλει την επικούρεια φιλοσοφία με τη γοητεία των Μουσών: ο Λουκρήτιος.
Ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος γεννήθηκε γύρω στο 99/98 π. Χ. και πέθανε πιθανόν το 55 π. Χ. Ένα πέπλο μυστηρίου καλύπτει τη ζωή του. Οι ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτόν προέρχονται από τον Ιερώνυμο και τη vita Vergili που αποδίδεται στον Δονάτο. Το σχόλιο του Ιερώνυμου ότι ο Λουκρήτιος τρελάθηκε με ένα ερωτικό φίλτρο και ότι έγραψε ποίηση σε φωτεινά διαλείμματα ώσπου τελικά αυτοκτόνησε μοιάζει με ανυπόστατη φήμη που προφανώς υποκινήθηκε από τους πολέμιους της ποίησής του.
Το μοναδικό του έργο De Rerum Natura είναι ένα εκτενές φιλοσοφικό –διδακτικό έπος και αποτελεί τη λατινική «Βίβλο» της επικούρειας φιλοσοφίας. Ο ίδιος ο τίτλος είναι εκλατινισμός του ελληνικού Περί Φύσεως. Έργα με αυτόν τον τίτλο έγραψαν ο Εμπεδοκλής και ο Επίκουρος, οι οποίοι θεωρούνται πρότυπα του Λουκρητίου.
Ο Λουκρήτιος επηρεάζεται έντονα από την ταραχώδη εποχή στην οποία ζει. Κατά το πρώτο μισό του 1ου αιώνα η Ρώμη κλονίζεται από πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές: διαμάχη Μάριου και Σύλλα, αγώνες του Πομπήιου στη Ανατολή, συνωμοσία του Κατιλίνα. Ο ποιητής στρέφεται στη φιλοσοφία, προσδοκώντας να βρει σ’ αυτή τη γαλήνη που δεν μπορεί να του προσφέρει η σύγχρονή του πραγματικότητα. Στόχος της ποίησής του είναι να καταστήσει όσο το δυνατόν πιο ελκυστικό ένα δυσνόητο (ίσως και άχαρο) φιλοσοφικό σύστημα περιβάλλοντάς το με το ποιητικό ένδυμα. Είναι χαρακτηριστική η παρομοίωση του ποιητή με γιατρό που αλείφει τα χείλη του ποτηριού με μέλι, για να μετριάσει τη δυσάρεστη εντύπωση από την πικρή γεύση του φαρμάκου. Το μέλι των Μουσών χρησιμοποιείται ως δέλεαρ, για να προσελκύσει τον αναγνώστη. Έχει τη συναίσθηση ότι υπηρετεί μια αποστολή: να μεταφέρει το μήνυμα του επικουρισμού στη Ρώμη. Θεωρεί ότι η ηθικά νοσούσα ρωμαϊκή κοινωνία της εποχής, της οποίας κομμάτι αποτελεί ο Μέμμιος, ο αποδέκτης του έργου, χρειαζόταν μια ισχυρή δοσολογία επικούρειας φιλοσοφίας. Οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να είναι αδαείς σχετικά με τις αιτίες πολλών πραγμάτων και κατατρύχονταν από υπερφυσικούς φόβους. Το πνευματικό τους σκοτάδι έπρεπε να διασκεδαστεί όχι από τις ακτίνες του ήλιου, αλλά από τη γνώση της φύσης.
Το έργο αρχίζει με μια επίκληση στην Αφροδίτη, η οποία δημιουργεί έντονο προβληματισμό. Υπάρχει μια φαινομενική αντίφαση με την επικούρεια αντίληψη περί θεών. γιατί ο Λουκρήτιος, ενώ θέλει να εξοβελίσει τους θεούς, επικαλείται την Αφροδίτη; Η επίκληση εντάσσει το ποίημα σε μια μακρά διδακτική παράδοση, η οποία έχει τις ρίζες της στον Ησίοδο και συνεχίζει στην ελληνιστική εποχή με τον Άρατο. Ο Λουκρήτιος επικαλείται την Αφροδίτη ως μυθική πρόγονο των Τρώων, και κατ’ επέκταση των Ρωμαίων, και ως αλληγορία της φύσης. Η Αφροδίτη μνημονεύεται ως προσωποποίηση μιας δύναμης που κινεί τον κόσμο. Είναι η αιώνια δύναμη της φύσης, η οποία προκαλεί το γίγνεσθαι. Προσφωνείται όμως και ως hominum divomque voluptas και της απευθύνεται παράκληση για ειρήνη, εγγυάται επομένως για την ύψιστη αξία των επικουρείων, την καταστηματικήν ἡδονήν.
Αναφορικά με το περιεχόμενο του έργου, ο Λουκρήτιος δεν διεκδικεί τη φιλοσοφική πατρότητα όσων εκθέτει. Γι’ αυτόν ο Επίκουρος δεν είναι ένας απλός δάσκαλος. Στα προοίμια των βιβλίων I, III, IV και VI ο Επίκουρος παρουσιάζεται αρχικά ως απελευθερωτής, στη συνέχεια ως pater, για να εξυψωθεί τελικά σε θεό, εκπληρωτή της ιστορίας και άνθος της Αθήνας. Είναι αυτός που άνοιξε τις κλειστές πόρτες της φύσης, απελευθέρωσε τους ανθρώπους από τον φόβο του θανάτου και τόλμησε να ορθώσει το ανάστημά του μπροστά στο απειλητικό φάντασμα της religio.
Είναι σαφές ότι ο Λουκρήτιος τιμά τον δάσκαλό του και είναι πιστός στα παραγγέλματά του σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια. Δεν τον ακολουθεί όμως δουλικά. Και μόνο το γεγονός ότι αποφασίζει να εκθέσει την επικούρεια φιλοσοφία σε στίχους έρχεται σε ρήξη με την επικούρεια αντίληψη για την ποίηση: «Μόνον ο σοφός είναι σε θέση να μιλήσει σωστά για μουσική και ποίηση. Ο ίδιος βέβαια δεν θα γράψει ποιήματα». Παλαιότεροι φιλόσοφοι, όπως ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής, είχαν εκθέσει φιλοσοφικές θεωρίες σε ποιητική μορφή. Από τους επικούρειους όμως κανείς δεν είχε χρησιμοποιήσει στίχο. Κι αφού χρησιμοποιεί την ποίηση ως δόλωμα, για να κάνει πιο προσιτή την επικούρεια φιλοσοφία, προσπαθεί να κάνει το δόλωμα αυτό όσο γίνεται πιο ελκυστικό: επιστρατεύει πλήθος εκφραστικών μέσων (ρητορικά σχήματα, παρομοιώσεις, μεταφορές), επιχειρεί να ερμηνεύσει τα ἄδηλα διά των προδήλων αξιοποιώντας εικόνες και έννοιες από τη σφαίρα του οργανικού κόσμου και της ανθρώπινης κοινωνίας στον κόσμο των ατόμων. Σε όλο το έργο είναι εμφανής η τάση αναζήτησης όρων ικανών να αποδώσουν τη φιλοσοφική ορολογία στη μορφή ενός μεγάλου ποιήματος. Ο ίδιος ο ποιητής συνειδητοποιεί την πενία της λατινικής γλώσσας και ομολογεί πόσο δύσκολο είναι να εξηγήσει στα λατινικά τις σκοτεινές ανακαλύψεις των Ελλήνων (Graiorum obscura reperta). Στόχος του δεν είναι η κομψότητα του λόγου, αλλά η δύναμη της έκφρασης και το εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Η πρωτοτυπία του Λουκρητίου δεν έγκειται μόνο στην ποιητική μετουσίωση της επικούρειας φιλοσοφίας, αλλά και στον τρόπο διάταξης του υλικού. Λόγω χρονικής και πολιτισμικής απόστασης από την εποχή του Επίκουρου προσπαθεί να προσαρμόσει τον επικουρισμό στα ρωμαϊκά δεδομένα. Παράλληλα, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στη Φυσική. Προφανώς συμφωνεί με την αντίληψη ότι η γνώση της φύσης αποτελεί το κλειδί για την επίτευξη του ηθικού στόχου της επικούρειας φιλοσοφίας. Παραμένει ωστόσο αξιοπερίεργο το πόσο λίγο χώρο αφιερώνει σε έναν προσφιλή κλάδο του έθνους του, την Ηθική. Ένας Ρωμαίος θα ενδιαφερόταν περισσότερο για τον ηθικό προσανατολισμό της φιλοσοφίας (να διδάσκει την τέχνη της ζωής) και όχι για τη θεωρητική αναζήτηση πάνω σε θέματα που άπτονται της δομής του κόσμου.
Παρά τη δογματική ταύτιση με τον πνευματικό ταγό του επικουρισμού, σε κάποια σημεία του έργου λανθάνει ένας πεσιμισμός που δεν συμβαδίζει με τη γενικότερη αισιοδοξία και το απελευθερωτικό πνεύμα που διέπει συλλήβδην την επικούρεια φιλοσοφία. Απαισιόδοξοι τόνοι ανιχνεύονται στην περιγραφή του κόσμου, ο οποίος δεν δημιουργήθηκε προς όφελος του ανθρώπου, και στον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής πραγματεύεται το θέμα του έρωτα. Ο Επίκουρος κατατάσσει την ερωτική επιθυμία στις φυσικές και μη αναγκαίες, συνεπώς πρέπει να ικανοποιείται με μέτρο: «Η ερωτική πράξη δεν έκανε ποτέ καλό σε κανέναν. Τυχερός μάλιστα όποιος δεν του προξένησε ζημιά». Ο Λουκρήτιος υιοθετεί μια στάση μάλλον διαφορετική. Στο τέταρτο βιβλίο είναι εμφανές ότι τον διακατέχει μια αποστροφή για τον βιολογικό μικρόκοσμο του ανθρώπου. Συστήνει και αυτός προσφυγή στην πάνδημο Αφροδίτη (Venus Vulgivaga), αλλά ο έρωτας δεν θεωρείται ηδονή. Είναι μάλλον μια στυγερή επιθυμία (dira cupido). Η σφοδρότητα με την οποία καταφέρεται εναντίον του ερωτικού πάθους υποδηλώνει ότι γι’ αυτόν ο έρωτας αποτελούσε έναν πιο ισχυρό ταραξία του πνεύματος σε σύγκριση με τον απαθή Επίκουρο. Ωστόσο, η απαισιόδοξη διάθεση του ποιητή επισκιάζεται από την ακράδαντη πίστη στις δυνάμεις του πνεύματος, η οποία υπερνικά κάθε φόβο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο επικουρισμός δεν κυριάρχησε τελικά στη Ρώμη. Εκτοπίστηκε από το αντίπαλο δέος, τον Στωικισμό. Το ιδανικό του λάθε βιώσας δεν ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία ενός λαού, ο οποίος είχε στο αίμα του τη δημόσια δράση και το ενδιαφέρον για την πολιτική ζωή. Αν και απέκτησε πολλούς εχθρούς, κυρίως από τον χώρο του χριστιανισμού, άντεξε στον χρόνο, θαυμάστηκε και εξακολουθεί να θαυμάζεται και να εντυπωσιάζει με την ένταση, το πάθος και το σφρίγος που το χαρακτηρίζει. Η ιδιοφυία του Λουκρητίου και η διεισδυτική του σκέψη δημιούργησαν ένα έργο στο οποίο ποίηση, φιλοσοφία και ρητορική συνυφαίνονται σε ένα παιχνίδι, του οποίου τα νήματα κινεί ο ποιητής με απαράμιλλη μαεστρία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ø Albrecht M. von, Ιστορία της ρωμαϊκής λογοτεχνίας, μτφ. –επιμ. Δ. Ζ. Νικήτας, Ηράκλειο 2002
- Ø Anderson E., Ο Επίκουρος στον 21ο αιώνα, Θεσσαλονίκη: Θύραθεν 2005
- Ø Boyancé P., Lucrèce et l’ épicurisme, Paris 1963
- Ø Clarke M. L., Το ρωμαϊκό πνεύμα, μτφ. Π. Δημητριάδου-Λ. Τρομάρας, Θεσσαλονίκη 2004
- Ø Festugière A. J., Ο Επίκουρος και οι θεοί του, μτφ. Ρ. Μπέρκνερ, Θεσσαλονίκη 1999
- Ø Gehrke H. – J., Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, μτφ. Α. Χανιώτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ 2003
- Ø Graf F., Εισαγωγή στην αρχαιογνωσία, τ. Β΄, μτφ. –επιμ. Δ. Ζ. Νικήτας, Αθήνα 2001
- Ø Kenney E. J., Lucretius (Greece and Rome, New Surveys in Classics, 11), Oxford 1977)
- Ø Kroh P., Λεξικό αρχαίων συγγραφέων, Ελλήνων και Λατίνων, μτφ. –επιμ. Δ. Λυπουρλής-Λ. Τρομάρας, Θεσσαλονίκη 1996
- Ø Rist J. M., Epicurus. An introduction, Cambridge 1972
- Ø Tarn W. – Griffith G. T., Hellenistic Civilisation, London 1952
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...