του Νίκου Βλάχου, Φιλόλογου Α.Π.Θ.
ΤΡΙΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
O Φαναριώτης Δημήτριος Καταρτζής, θιασώτης της φυσικής, καθομιλούμενης νέας ελληνικής, σε μία επιστολή του προς τον δάσκαλο της Ακαδημίας του Βουκουρεστίου Λάμπρο Φωτιάδη, αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής: «κανένας άλλος δεν έχ’ εξουσία να δώσει σε μια λέξι το πάθος οπού δεν έχει σ’ αυτή το στόμα του λαού (…)». Η επιστολή χρονολογείται το 1789. Ο Δημήτριος Καταρτζής θεωρούσε ότι το καταλληλότερο γλωσσικό όργανο μίας ορθολογιστικής εθνικής παιδείας ήταν η φυσική, καθομιλουμένη γλώσσα. Πίστευε ότι η ζωντανή γλώσσα του λαού ήταν η εθνική γλώσσα των Ελλήνων και θεωρούσε λάθος το να παραμεριστεί χάριν μίας άλλης, την οποία μάλιστα κανείς δεν μιλούσε. Αυτή η σύγχρονη μορφή της ελληνικής γλώσσας έπρεπε, κατά τον Καταρτζή, να διαμορφωθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποτελέσει το γλωσσικό εργαλείο της εκπαίδευσης και να φέρει το βάρος της εθνικής παιδείας. Η αρχαία γλώσσα, από την άλλη πλευρά, μπορούσε να δώσει, σύμφωνα με τον Καταρτζή, κάποια παραδείγματα στην καθομιλουμένη και να την εμπλουτίσει, όχι, όμως, να κυριαρχήσει και να εκτοπίσει τη ζωντανή γλώσσα του λαού.
Μάλιστα ο Καταρτζής προχωρεί ένα βήμα πιο πέρα και, σε μία εποχή κατά την οποία οι περισσότεροι λόγιοι έγραφαν στην αρχαΐζουσα, προκαλεί προτείνοντας το 1783 έναν νέο νόμο : «το να μετρούμε δική μας κυρίως τη γλώσσα ’που λαλούμε όλοι και το να την γράφουμε καθώς τη λαλούμε» ( Τα Ευρισκόμενα 1786/1787). Προτείνει, επίσης, να γράφονται και τα επιστημονικά και λογοτεχνικά κείμενα σε αυτήν τη φυσική, καθομιλουμένη γλώσσα που μιλιόταν και γινόταν άμεσα κατανοητή από την πλειοψηφία του λαού. Τη γλώσσα αυτή την ονομάζει Ρωμαίκια , γιατί θεωρεί ότι είναι η φυσική γλώσσα των «Ρωμαίων», των απογόνων των Βυζαντινών και την αντιδιαστέλλει με την Ελληνική που ήταν συνδεδεμένη με τους αρχαίους Έλληνες. Αναφέρει χαρακτηριστικά στα Ευρισκόμενα (1786): «να συγγράφωμεν ὅλοι κοινῶς Ρωμαΐστί και όχι ἑλληνιστί τας ἐπιστήμας και ἐλευθερίους ή βαναύσους τέχνας». Αυτή η διάκριση που έκανε ο Καταρτζής ανάμεσα στα Ρωμαίικα και τα Ελληνικά, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, με αποτέλεσμα να αναθεωρήσει αργότερα κάποιες από τις απόψεις του και να οδηγηθεί σε μία διγλωσσία. Από τη μία πλευρά, δηλαδή, υπερασπιζόταν με ορθολογιστικά επιχειρήματα τη φυσική, καθομιλουμένη γλώσσα και από την άλλη πλευρά, πρότεινε μία διορθωμένη μορφή της σύγχρονης γλώσσας, την οποία αποκαλούσε αιρετή.
Οι εκπρόσωποι της τάσης αυτής υπέρ της καθομιλουμένης, όπως ο Δημήτριος Καταρτζής, χαρακτηρίζονταν από τους αντιπάλους τους ως «χυδαϊστές», επειδή, σύμφωνα με τους εχθρούς τους, υπερασπίζονταν μία «χυδαία» γλώσσα. Έχουμε, λοιπόν, δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα που διαμορφώνονται κατά τον 18ο αιώνα με αφορμή το θέμα της «εθνικής γλώσσας». Η γλωσσική αυτή διαμάχη έμεινε γνωστή ως «γλωσσικό ζήτημα» και ταλάνισε την ελληνική κοινωνία έως τις μέρες μας.
Οι απαρχές του γλωσσικού ζητήματος στη νεότερη εποχή τοποθετούνται στα μέσα του 18ου αιώνα, όταν ο Ελληνισμός αναζητεί την εθνική και πολιτιστική του ταυτότητα του μέσα σε ένα Ευρωπαϊκό περιβάλλον, όπου δημιουργούνται τα εθνικά κράτη και οι εθνικές γλώσσες κυριαρχούν έναντι των λατινικών που εγκαταλείπονται. Οι Έλληνες λόγιοι και οι δάσκαλοι του γένους επηρεασμένοι από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό επιχειρούν να αφυπνίσουν το λαό, να τον μορφώσουν, να καταπολεμήσουν την αμάθεια και το σκοταδισμό και να διαδώσουν τη γνώση. Έτσι ο προβληματισμός γύρω από τη γλώσσα γίνεται εντονότερος. Επομένως πρόκειται κυρίως για μία διαμάχη σχετικά με ένα ζήτημα που αφορά την παιδεία και τον πολιτισμό, σύντομα, όμως, θα λάβει κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.
Η γλωσσική διαμάχη κατά το 18ο αιώνα έγκειται κυρίως στο ζήτημα της μορφής της γλώσσας που πρέπει να χρησιμοποιηθεί στην εκπαίδευση, άρα να αποτελέσει και την εθνική γλώσσα του αναγεννημένου ελληνικού έθνους. Από τη μία πλευρά, λοιπόν, έχουμε την καθομιλουμένη, ζωντανή γλώσσα που μιλιόταν από το λαό εκείνη τη στιγμή και από την άλλη πλευρά, θα έπρεπε να προσδιοριστεί μία τεχνητή γλώσσα που να βασίζεται στα αρχαία ελληνικά και η οποία θα έπρεπε να καθιερωθεί, να διαμορφωθεί και να διδαχτεί. Πιο συγκεκριμένα, από τη μία, έχουμε τους οπαδούς της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που θεωρούσαν ότι με τη χρήση αυτής της γλώσσας θα προσεγγίσει ο αναγεννημένος ελληνισμός το κλασικό πνεύμα, θα συνδεθεί με το ένδοξο παρελθόν του και θα απαλλαγεί από τη βαρβαρότητα και την αμάθεια της εποχής του. Από την άλλη, οι οπαδοί της καθομιλουμένης που πιστεύουν ότι έτσι, με τη φυσική, ζωντανή γλώσσα που χρησιμοποιεί και καταλαβαίνει ο λαός, θα προσεγγιστεί καλύτερα και με μεγαλύτερη ευκολία η γνώση.
Οι αρχαϊστές περιφρονούν την καθομιλουμένη, καθώς την θεωρούν «χυδαία» , φτωχή σε έννοιες και σημασίες, προφορική, αδιαμόρφωτη γραμματικά και απλοϊκή. Πιστεύουν πώς η γλώσσα αυτή δεν διαθέτει σημασιολογικές και εκφραστικές δυνατότητες, ώστε να μπορεί να εκφράσει με σαφήνεια τις υψηλές και σύνθετες ιδέες αλλά και τους σύγχρονους επιστημονικούς όρους του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Παράλληλα, θεωρούν ότι είναι γεμάτη από ιδιωματικές λέξεις και φράσεις καθώς και από πολλές ξένες λέξεις, κυρίως Τούρκικες.
Οι «χυδαϊστές», από την άλλη, θεωρούν πως η γλώσσα της παιδείας, της λογοτεχνίας και των επιστημών πρέπει να είναι η κοινή καθομιλουμένη. Πιστεύουν πώς η γλώσσα αυτή πρέπει να αναδειχτεί και να καλλιεργηθεί, καθώς είναι ο γλωσσικός κώδικας που χρησιμοποιεί ο λαός στη καθημερινή του επικοινωνία και αποτελεί ένα γλωσσικό εργαλείο ζωντανό και εξελισσόμενο.
Βεβαίως, πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι λόγιοι εκείνη την εποχή ακολουθώντας την παράδοση των Βυζαντινών συγγραφέων, οι οποίοι ήταν σκληροπυρηνικοί και άκαμπτοι αρχαϊστές, γράφουν και αυτοί σε γλώσσα αρχαΐζουσα . Η ομιλούμενη δημοτική χρησιμοποιείται κυρίως σε λαϊκά αναγνώσματα, σε διδαχές και σε κηρύγματα. Στο γραπτό λόγο κυριαρχεί η αρχαΐζουσα.
Ανάμεσα στις δύο αυτές αντιτιθέμενες απόψεις βρίσκεται η θέση του Αδαμάντιου Κοραή. Ο Κοραής προτείνει μία «μέση οδό», να χρησιμοποιηθεί, δηλαδή, η κοινή καθομιλουμένη, αφού όμως πρώτα υποστεί έναν καθαρισμό, έναν «καλλωπισμό», «κτενισμό» και «στολισμό». Η γλώσσα του λαού έπρεπε, σύμφωνα με τον Κοραή, να καθαριστεί από ξένες λέξεις και εκφράσεις του αμόρφωτου λαού, να διαμορφωθεί με κανόνες και να εμπλουτιστεί με στοιχεία αντλημένα από την αρχαία ελληνική παράδοση. Ο Κοραής διαφωνούσε με την άποψη περί επιστροφής στη γλώσσα της κλασικής αρχαιότητας, καθώς θεωρούσε πως κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο και καταστρεπτικό για τη χώρα. Πρωταρχικός στόχος του Κοραή ήταν η διατήρηση της μητρικής λαϊκής γλώσσας. Αυτή τη μορφή της γλώσσας έπρεπε, κατά τον Κοραή, να την καλλιεργήσουν οι Έλληνες και να την εξελίξουν προσλαμβάνοντας στοιχεία από την αρχαία. Όσον αφορά τα αρχαία Ελληνικά, πίστευε ότι πρέπει να διδάσκονται με νέες, καταλληλότερες μεθόδους, ώστε να αποτελέσουν μέσο προσέγγισης των μεγάλων αξιών της κλασικής αρχαιότητας.
Η τάση αυτή του καθαρισμού της γλώσσας θα επικρατήσει τον 19ο αιώνα. Ο καθαρισμός αυτός θα συντελεστεί κυρίως στο επίπεδο της μορφολογίας . Αρχαϊκότεροι τύποι παίρνουν τη θέση λαϊκών λέξεων, ( π.χ. το μάτι γίνεται ομμάτιον, το ψάρι γίνεται οψάριον, το μπορείς γίνεται εμπορείς, το βγήκαν γίνεται εκβήκαν.)
Τελικά το ανεξάρτητο νεοελληνικό κράτος καθιέρωσε την Κοραϊκή καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα της διοίκησης, της εκπαίδευσης και της δικαιοσύνης.