RSS Feed

Tag Archives: ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ

ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ – Οι γλωσσικές αλλαγές κατά την ελληνιστική περίοδο και οι ιστορικές συνθήκες δημιουργίας της Κοινής

του Νίκου Βλάχου

Στο Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών βρίσκεται η εξής επιγραφή (SEG, XXI, 500): «Βυβλίον οὐκ ἐξενεχθήσεται, ἐπεί ὠμόσαμεν· ἀνυγήσεται ἀπό ὣρας πρώτης μέχρι ἓκτης.». Η επιγραφή προέρχεται από τον κανονισμό της βιβλιοθήκης που ιδρύθηκε στην Αγορά των Αθηνών με δωρεά του Τίτου Φλάβιου Πανταίνου (1ος αι. μ. Χ.). Παρατηρώντας προσεκτικά το παραπάνω παράθεμα, διαπιστώνουμε ένα ορθογραφικό λάθος στο ρηματικό τύπο «ἀνυγήσεται». Ο σωστός τύπος είναι «ἀνοιγήσεται», όπως ακριβώς γράφεται και στις μέρες μας το ρήμα ανοίγω. Το λάθος αυτό οφείλεται στη σύμπτωση της προφοράς ανάμεσα στο «οι» και στο «υ», η οποία παρατηρείται ήδη από τον 3ο/ 2ο αι. π.Χ. Κατά την ελληνιστική περίοδο, παρατηρείται μία σύγχυση στην προφορά μεταξύ «οι», «υ», «ι», «ει», και «η». Σταδιακά όλα τείνουν να ταυτίζονται κατά την προφορά τους με το «ι». Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται ιωτακισμός. Η ολοκλήρωση της μετεξέλιξης της προφοράς του «οι» και του «υ» σε «ι» συντελείται τον 10ο αι. μ.Χ., δηλαδή κατά τη Μεσαιωνική περίοδο , ήδη όμως οι βάσεις για την αλλαγή της προφοράς έχουν τεθεί κατά την ελληνιστική περίοδο.
Πιο αναλυτικά, κατά τη ελληνιστική περίοδο συντελούνται αποφασιστικής σημασίας αλλαγές στο φωνολογικό σύστημα, στη μορφολογία, στη σύνταξη και στο λεξιλόγιο της Ελληνικής γλώσσας. Οι πιο σημαντικές αλλαγές, όμως, έλαβαν χώρα στο φωνολογικό επίπεδο και προετοίμασαν το έδαφος για τη διαμόρφωση της Νέας Ελληνικής . Κύρια γενικά χαρακτηριστικά των αλλαγών αυτών είναι: η απλοποίηση, η εξομάλυνση των τύπων και η κατάργηση της πολυτυπίας.
Πιο συγκεκριμένα, όπως διαπιστώσαμε και στο πρώτο παράθεμα, έχουμε σημαντικές αλλαγές στην προφορά των διφθόγγων και φωνηέντων. Οι αλλαγές αυτές οφείλονται αφενός στη μετατροπή του τονισμού της Αρχαίας Ελληνικής από μουσικό σε δυναμικό ,με την κατάργηση της προσωδίας, δηλαδή της διάκρισης της προφοράς σε μακρά και βραχέα και αφετέρου στη μονοφθόγγηση των διφθόγγων. Όλες οι δίφθογγοι προφέρονται πλέον σαν ένας φθόγγος, δηλαδή το αι ως ε, το ει ως ι, το οι ως ι και τα αυ, ευ, ηυ, ως αβ, εβ, ηβ ή αφ, εφ, ηφ, αντίστοιχα. Επιπροσθέτως, όλα τα φωνήεντα προφέρονται ως βραχύχρονα, γίνονται δηλαδή ισόχρονα, αφού δεν υφίσταται πλέον η διάκριση ανάμεσα σε μακρά και βραχέα. Επομένως τίθενται οι βάσεις για τη διαμόρφωση της προφοράς της Νέας Ελληνικής γλώσσας. Επίσης, η κατάργηση της προσωδίας και η μονοφθόγγηση των διφθόγγων οδηγούν στην ταύτιση της προφοράς ανάμεσα στα ι, ει, η, οι, και υ. Ήδη η προφορά του η ταυτίζεται μα αυτήν του ι, ενώ υπάρχει σύγχυση ως προς την προφορά ανάμεσα στο οι και το υ. Τελικά ο ιωτακισμός του οι και του υ ολοκληρώνεται, όπως προείπαμε, τον 10ο αι. μ. Χ. Το φαινόμενο αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκύψουν πολλές λέξεις που είχαν διαφορετικό νόημα, αλλά την ίδια προφορά, οι λεγόμενες ομοφωνίες (π.χ. λοιμός – λιμός). Όσον αφορά τα σύμφωνα, τα γράμματα β, γ, δ, φ, χ, θ που στην αρχαιότητα προφέρονταν ως [b], [g], [d], [ph], [th], [kh], λαμβάνουν σταδιακά την προφορά που έχουν και σήμερα.
Σημαντικές αλλαγές, όμως, συντελούνται κατά την ελληνιστική περίοδο και στη μορφολογία της Ελληνικής γλώσσας. Οι κυρίαρχες τάσεις είναι η απλοποίηση αρχαίων τύπων και η εξομάλυνση της γραμματικής. Έτσι, όσον αφορά τα ουσιαστικά, περιορίζονται οι διάφορες καταλήξεις στην κλίση με αποτέλεσμα να συμπέσουν αρκετά τριτόκλιτα με πρωτόκλιτα, αντικαθίστανται ανώμαλα μονοσύλλαβα από δισύλλαβα και τρισύλλαβα (π.χ. πρόβατον αντί οἶς, ποντικός αντί μῦς) και καταργείται ο δυϊκός αριθμός που δήλωνε τα δύο πράγματα. Όσον αφορά τα επίθετα, τα ανώμαλα παραθετικά αντικαθίστανται από πιο ομαλούς τύπους, τα υποκοριστικά κυριαρχούν, ενώ τα επιρρήματα σε – ως αντικαθίστανται από τα επιρρήματα σε – α (καλώς- καλά, απλώς- απλά). Όσον αφορά τα ρήματα, περιορίζεται η πολυτυπία: ανώμαλοι ρηματικοί τύποι αντικαθίστανται από πιο απλούς (δίδωμι- δίδω), καταργείται η μέση φωνή και παραμένουν μόνο η ενεργητική και παθητική, τα απαρέμφατα αντικαθίστανται από περιφράσεις, η ευκτική χάνεται, η υποτακτική ταυτίζεται με την οριστική, ο παρακείμενος ταυτίζεται με τον αόριστο.
Στο επίπεδο της σύνταξης, επίσης, οι αλλαγές συντελούνται πάλι με γνώμονα την απλοποίηση. Η υποτακτική σύνδεση των προτάσεων αντικαθίσταται από την παρατακτική, ενώ ο συμπλεκτικός και παρατακτικός σύνδεσμος και προσλαμβάνει νέες σημασίες και χρήσεις μέσα σε μικρές προτάσεις, που χρησιμοποιούνται πλέον ευρέως αντί του σύνθετου μακροπερίοδου λόγου. Η αιτιατική και η γενική παίρνουν σταδιακά τη θέση της δοτικής με τις πολλαπλές χρήσεις της (δοτική προσωπική, έμμεσο αντικείμενο, δοτική του οργάνου, του τόπου κ.α.), ενώ χρησιμοποιούνται ευρέως εμπρόθετοι προσδιορισμοί.
Οι πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές εξελίξεις της ελληνιστικής και της μετέπειτα Ρωμαϊκής περιόδου έχουν ως απόρροια σημαντικές αλλαγές και στο πεδίο του λεξιλογίου. Η άνοδος των λαϊκών στρωμάτων και η δημιουργία των ελληνιστικών πολυεθνικών κρατών έχουν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση νέων λέξεων που αντικαθιστούν αρχαίες, ενώ εισρέουν πολλές ξένες λέξεις κυρίως από τα Αιγυπτιακά, τα Σημιτικά και τα Λατινικά. Επίσης, η εξάπλωση του Χριστιανισμού και η διάδοση του με βασικό γλωσσικό εργαλείο την Κοινή, είχε ως αποτέλεσμα πολλές αρχαίες λέξεις να αποκτήσουν νέες σημασίες (άγγελος, αμαρτία, εκκλησία.)
Όλες αυτές οι γλωσσικές αλλαγές που συντελέστηκαν στην Κοινή οφείλονται στις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο χρονικό διάστημα των επτά αιώνων από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323π.Χ.) έως την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου (4ος μ.Χ. αι.), την περίοδο δηλαδή κατά την οποία διαμορφώνεται, εδραιώνεται και εξαπλώνεται η γλώσσα αυτή ανοίγοντας το δρόμο για τη μετάβαση από την Αρχαία στη Μεσαιωνική και κατόπιν στη Νέα Ελληνική.
Οι ιστορικές συνθήκες που διαμορφώνονται μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου καθορίζουν και τη φυσιογνωμία της Ελληνικής γλώσσας. Ο ελληνικός πολιτισμός και η Ελληνική γλώσσα εξαπλώνονται τον 4ο αι. π.Χ. από την Αίγυπτο μέχρι τις Ινδίες και, αν συμπεριλάβουμε και τις αρχαίες αποικίες σε Κάτω Ιταλία, Σικελία και Ιβηρική χερσόνησο, αντιλαμβανόμαστε ότι τα Ελληνικά αποτελούσαν τη γλώσσα μίας επικράτειας που εκτεινόταν από τις Ηράκλειες στήλες μέχρι τις όχθες του Ινδού. Η κυρίαρχη ελληνική διάλεκτος εκείνη την περίοδο ήταν η αττική και αποτέλεσε τη βάση της ελληνιστικής Κοινής. Η αττική διάλεκτος υιοθετήθηκε από το Φίλιππο το Β´, το Μ. Αλέξανδρο και όλη την κυρίαρχη Μακεδονική τάξη, λόγω της πολιτιστικής υπεροχής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, της κυρίαρχης κλασικής παιδείας και της συνακόλουθης μεγάλης πολιτικής, οικονομικής, πνευματικής και πολιτιστικής επιρροής της Αθήνας. Ο Φίλιππος ο Β´ καθιέρωσε την αττική ως επίσημη γλώσσα του κράτους του, ενώ ο Μέγας Αλέξανδρος έλαβε κλασική αττική παιδεία. Η αττική, που αποτελεί τη βάση της ελληνιστικής κοινής, εξαπλώνεται σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο και προωθείται στη συνέχεια από τη Μακεδονική διοίκηση, τους εμπόρους, το στρατό και τους λογίους στη Μικρά Ασία, στην Εγγύς Ανατολή και στην Αίγυπτο. Έτσι η γλώσσα αυτή που ήταν συνδεδεμένη με το κλασικό πνεύμα, αποτελούσε αρχικά το εργαλείο για διοικητικές, εμπορικές, οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες στο πολυπληθές, αχανές και πολυπολιτισμικό κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εν συνεχεία, παρά τις διαμάχες μεταξύ των διαδόχων του Αλεξάνδρου και τη διάσπαση της αυτοκρατορίας σε ανεξάρτητα πολυεθνικά βασίλεια, η ελληνική πολιτιστική υπεροχή διατηρείται και τα ελληνικά παραμένουν η επίσημη γλώσσα των νέων ελληνιστικών βασιλείων.
Όπως είναι φυσικό, μία γλώσσα που ομιλείται από έναν τεράστιο πληθυσμό αποτελούμενο από διάφορες φυλές, από διαφορετικούς πολιτισμούς και από μία ποικιλία γλωσσικών ιδιωμάτων, δεν ήταν δυνατόν να μην υποστεί μεταβολές, αλλαγές και επιδράσεις. Στα νέα σημαντικά ελληνιστικά οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά κέντρα, όπως το Πτολεμαϊκό βασίλειο της Αιγύπτου, το Βασίλειο των Σελευκιδών (Μεσοποταμία), το βασίλειο της Αντιόχειας και το βασίλειο της Περγάμου, η αττική διάλεκτος δεν χρησιμοποιείται μόνο για εμπορικούς, οικονομικούς και διοικητικούς σκοπούς, αλλά χρησιμοποιείται ευρέως και στην καθημερινή επικοινωνία, στη λογοτεχνία, στις επιστήμες και στις τέχνες. Επομένως δεν ήταν δυνατόν η γλώσσα αυτή να μην υποστεί σημαντικότατες αλλαγές, κυρίως όσον αφορά τον προφορικό λόγο. Ως παγκόσμιο γλωσσικό εργαλείο επικοινωνίας διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή, προσλαμβάνοντας στοιχεία από τις διάφορες τοπικές διαλέκτους και δανειζόμενη λέξεις από τις ξένες γλώσσες με τις οποίες έρχεται σε επαφή, όπως Αιγυπτιακά, Σημιτικά και Λατινικά.
Αυτή λοιπόν η μετεξέλιξη της ομιλούμενης αττικής διαλέκτου, όπως διαμορφώθηκε κατά τα ελληνιστικά χρόνια, με όλες της τις εσωτερικές αλλαγές, αλλά και τις εξωτερικές επιδράσεις, αποτελεί την ελληνιστική Κοινή. Η γλώσσα αυτή θα παραμείνει το όργανο επικοινωνίας μίας τεράστιας επικράτειας για σχεδόν επτά αιώνες, θα παραμερίσει τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους και θα θέσει τις βάσεις για τη διαμόρφωση της Βυζαντινής και της Νέας Ελληνικής γλώσσας. Για να καταστεί ένα παγκόσμιο όργανο επικοινωνίας και να εξαπλωθεί γρήγορα σε ένα πλήθος αλλοεθνών και αλλόγλωσσων λαών, έπρεπε να απλοποιηθεί, να διαθέτει μεγαλύτερη ευκρίνεια, να επιδιώκει την έμφαση και να αφομοιώσει δάνεια από τις ξένες γλώσσες με τις οποίες ανέπτυξε σχέσεις αλληλεπίδρασης. Οι ιστορικές συνθήκες, λοιπόν, διαμόρφωσης της Κοινής δικαιολογούν όλες αυτές τις μεγάλες αλλαγές που συντελέστηκαν σε όλα τα επίπεδα της γλωσσικής λειτουργίας.
Ένας άλλος ιστορικός παράγοντας που επέδρασε στη φυσιογνωμία της Κοινής και προκάλεσε αλλαγές, ήταν η εξάπλωση του Χριστιανισμού. Η νέα θρησκεία χρησιμοποιεί την Κοινή ως μέσο μετάδοσης της Χριστιανικής διδασκαλίας αρχικά στις λαϊκές μάζες. Από τον 4ο μ.Χ. αι., όμως, με τους τρείς Ιεράρχες , η αρχαία ελληνική παιδεία και συνεπώς η γλώσσα θα ασκήσουν σημαντική επίδραση στη Χριστιανική θρησκεία. Σημαντικά κείμενα, όπως η Βίβλος, η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη μεταφράζονται στην ελληνιστική Κοινή και, όπως είδαμε, αρχαίες λέξεις αποκτούν ένα ειδικότερο εννοιολογικό περιεχόμενο. Έτσι η ελληνιστική χρησιμοποιείται ευρέως και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο και μάλιστα σε γραπτό λόγο με υψηλή στόχευση. Τέλος, όσον αφορά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, αυτή δεν επηρέασε τόσο πολύ τη φυσιογνωμία της ελληνιστικής Κοινής. Η Ελληνική προσέλαβε από τη Λατινική δάνεια κατά τον 3ο και 4ο αι. μ.Χ., σε λεξιλογικό επίπεδο κατά κύριο λόγο.

Αρέσει σε %d bloggers: