Από την Αλκμήνη Παπανικολάου, Φιλολόγου Α.Π.Θ.
Ένα από τα πιο παραγκωνισμένα, αλλά συνάμα και από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα της ελληνικής αρχαιογνωσίας αποτελούν οι μύθοι και πιο συγκεκριμένα, οι μύθοι που αφορούν την δημιουργία του κόσμου και την προέλευση των θεών που Ολύμπου. Τις πληροφορίες για καταγωγή τους αντλούμε κυρίως από την «Θεογονία» του Ησιόδου, αλλά και από διάσπαρτες πηγές στο έργο του Ομήρου.
Σήμερα οι μύθοι αυτοί αποτελούν ένα παραμύθι του μακρινού παρελθόντος , που όμως μέσα του κρύβει όλο το μεγαλείο και τη λαμπρότητα του ελληνικού πνεύματος, τις αντιλήψεις και την κοσμοθεωρία των προγόνων μας. Αποτελούν το έναυσμα της σκέψης, της παρατήρησης και της εξέλιξης πολλών κλάδων της επιστήμης. Επίσης, οι πεποιθήσεις των αρχαίων και η πίστη στους μύθους και τους θεούς που εκφραζόταν μέσα από αλληγορικές εξιστορήσεις αποτέλεσαν πρότυπα για πολλές θρησκείες μεταγενέστερα. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν πρώτοι που με τη σκέψη τους έπλασαν τους θεούς, στους οποίους απέδωσαν υπερφυσικές δυνάμεις για να εξηγήσουν τη δύναμη των στοιχείων της φύσης, την αλλαγή στη συμπεριφορά του ανθρώπου, τα δεινά που κυριεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη άλλα και την επιβράβευση των αρετών και της μεγαλοψυχίας. Οι θεοί άλλοτε με ανθρώπινη μορφή και άλλοτε με ζωομορφική ιδιότητα ζουν κοντά και ανάμεσα στους ανθρώπους, συμμετέχουν μαζί τους στις χαρές αλλά τους τιμωρούν όταν ξεφεύγουν από τα όρια του θεϊκού -γραπτού και άγραφου- νόμου.
Σύμφωνα λοιπόν με την Ησίοδο «Εν αρχή ην το Χάος», ένας άμορφος και άυλος κόσμος κινούνταν αέναα στους αιώνες, ως που εμφανίστηκε το Έρεβος και μετά η Νύχτα, τα οποία απλώνονταν πάνω από το Χάος. Αυτά έφεραν τον Αιθέρα και στη συνέχεια την Ημέρα. Μόλις ο κόσμος φωτίστηκε άρχισαν τα πρώτα σημάδια ζωής να δημιουργούνται. Το Έρεβος και η Νύχτα αποσύρθηκαν στο σκοτεινό τους βασίλειο και ο Αιθέρας έσμιξε με την Ημέρα. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Γαία (μεταγενέστερα αναφέρεται ως Γη), η «μητέρα» όλων των μορφών ζωής των θνητών και των αθάνατων. Η Γη παντρεύεται τον Ουρανό και από την ένωσή τους προέρχεται η πρώτη θεϊκή γενιά. Γέννησε πρώτα τους 12 Τιτάνες, 6 αγόρια και 6 κορίτσια τον Ωκεανό, το Κοίο, το Κρείο, τον Υπερίωνα, τον Ιαπετό, το Κρόνο, τη Τηθύ, τη Θεία, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, τη Φοίβη και τη Ρέα.
Μετά γεννήθηκαν οι Τιτάνες, ο Βρόντης, ο Στερόπης και ο Άργης, θεοί της βροντής, της αστραπής και του κεραυνού αντίστοιχα, πολεμοχαρής και αξεπέραστοι στις τέχνες του πολέμου. Μετά γεννήθηκαν οι Εκατόγχειρες, ο Κόττος (θυμωμένος), ο Βριάρεος (ισχυρός) και ο Γύης (τεράστιος). Από το σώμα τους φύτρωναν εκατό χέρια και από τους ώμους πενήντα κεφάλια. Ο Κρόνος βλέποντας τα τέρατα αυτά για παιδιά του, από το φόβο του μήπως κάνουν και στον ίδιο κακό, με μια θύελλα τα έστειλε κοντά στα υπόλοιπα παιδιά του στα Τάρταρα. Η Γαία απαρηγόρητη που άντρας της έστειλε τα παιδιά της μακριά, άρχισε να μηχανεύεται τρόπους για να τον εκδικηθεί. Έβγαλε μέσα από τις φλέβες της ένα κομμάτι σκληρό σίδερο και καθώς ήταν ακόμη ζεστό, το λύγισε και έφτιαξε από αυτό ένα γυαλιστερό και κοφτερό δρεπάνι. Με το δρεπάνι αυτό στα χέρια της έτρεξε, για να μην την καταλάβει ο Ουρανός και έφτασε στον Τάρταρο. Εκεί, γονάτισε μπροστά στα παιδιά της και τα παρακάλεσε να τιμωρήσουν τον σκληρό πατέρα τους: «Παῖδες ἐμοὶ καὶ πατρὸς ἀτασθάλου, αi κ᾽ ἐθέλητε πείθεσθαι, πατρός κε κακoν τισαίμεθα λώβην υμετέρου· πρότερος γαρ ἀεικέα μήσατο ἔργα.»(Ησίοδος 164-66). Από τα παιδιά μόνο ο Κρόνος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της μητέρας.
Όταν έφθασαν στο παλάτι η Γη πλησίασε στον κοιμισμένο Ουρανό ξάπλωσε πλάι του και προσποιήθηκε πως κοιμάται. Ύστερα ο Κρόνος με το κοφτερό δρεπάνι ρίχνεται επάνω του και τον ακρωτηριάζει ευνουχίζοντάς τον. Ανήμπορος πια να τον σταματήσει ο Ουρανός, ο Κρόνος ξεκίνησε για τον Τάρταρο να ελευθερώσει τα αδέλφια του. Στο πέλαγος πέταξε ένα κομμένο μέλος του Ουρανού κι από εκεί, μέσα από τα αφρισμένα κύματα, γεννήθηκε η Αφροδίτη. Και από μερικές σταγόνες αίμα του Ουρανού που έσταξαν κάπου αλλού στη γη γεννήθηκαν οι Ερινύες, η Αλυκτώ, η Μέγαιρα και η Τισιφόνη. Η Γαία λυπήθηκε τον Ουρανό και τον θεράπευσε, έχασε όμως για πάντα την εξουσία του και έτσι ο Κρόνος ανέβηκε στο θρόνο.
Ο Κρόνος για να εδραιώσει τον θέση του ελευθέρωσε τα υπόλοιπα αδέλφια του από τον Τάρταρο. Ελευθέρωσε όμως μόνο τους Τιτάνες και τις Τιτανίδες και άφησε φυλακισμένους στον Τάρταρο τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες, οι οποίοι από τον θυμό τους φοβέριζαν και ταρακουνούσαν ολόκληρη τη γη. Ο Κρόνος θεωρώντας εξασφαλισμένη την εξουσία του δεν νοιαζόταν.
Αφού λοιπόν, εξασφάλισε την ησυχία σ’ όλο τον κόσμο, αποφάσισε να παντρευτεί την όμορφη Τιτανίδα αδερφή του, τη Ρέα και σε λίγο καιρό απέκτησαν τα πρώτα τους παιδιά. Το πρώτο παιδί ήταν κορίτσι, η Εστία. Μετά γεννήθηκε η Ήρα κι αργότερα η Δήμητρα. Όσο κι αν του κακοφάνηκε του Κρόνου στην αρχή που τα παιδιά του ήταν όλα κορίτσια, από την άλλη ήταν ήσυχος ότι τουλάχιστον δεν θα προσπαθούσαν να του πάρουν την εξουσία. Ο Κρόνος ήταν ευτυχισμένος που οι θυγατέρες του ήταν όμορφες και υπάκουες γιατί η εξουσία του σαν βασιλιά των θεών θα ήταν εξασφαλισμένη.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν για τον Κρόνο, όταν στην συνέχεια γεννήθηκε το πρώτο αγόρι, ο Πλούτωνας. Έχοντας σαν παράδειγμα τη δική του σχέση με τον πατέρα του, τον Ουρανό, ο Κρόνος άρχισε να σκέφτεται ότι κάποια μέρα ο γιός του θα προσπαθούσε να πάρει την εξουσία απ’ αυτόν. Έπρεπε λοιπόν να βρει ένα τρόπο να απαλλαγεί από τον Πλούτωνα κι απ’ όλα τα αρσενικά παιδιά θα γεννιόταν μετά απ’ αυτόν. Κάποιο βράδυ, την ώρα που η Ρέα κοιμόταν πλησίασε τον μικρό Πλούτωνα στη κούνια του, τον σήκωσε στα χέρια του και ύστερα ξαφνικά άνοιξε το στόμα του και τον κατάπιε ολόκληρο. Έτσι, δεν θα μπορούσε ποτέ να βγει και να απειλήσει την εξουσία του. Το πρωί που ξύπνησε η Ρέα και αναζήτησε τον μικρό Πλούτωνα, ο Κρόνος την καθησύχαζε λέγοντάς της πως ο γιός τους, σαν θεός που ήταν, μεγάλωσε μονομιάς κι έφυγε για να δει και τον υπόλοιπο κόσμο.
Ήρθε όμως ο καιρός και η Ρέα γέννησε ακόμη ένα αγόρι, τον Ποσειδώνα. Όση ήταν η χαρά της Ρέας, τόσο ήταν το μίσος του Κρόνου και απαίτησε από την Ρέα να του δώσει το παιδί και κατάπιε και αυτό. Τη Ρέα όμως την κατείχε αβάσταχτος πόνος. Αλλά όταν ήταν για να γεννήσει τον Δία, τον πατέρα θεών και ανθρώπων, τότε παρακάλεσε τους αγαπημένους της γονείς, τη Γαία και Ουρανό, να σκεφτούν ένα τρόπο για να γεννήσει κρυφά τον αγαπημένο της γιό, για να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του και τα παιδιά του, που τα κατάπινε ο δόλιος Κρόνος. Αυτοί άκουσαν με μεγάλη προσοχή την κόρη τους. Την έστειλαν λοιπόν στη Λύκτο, τον πλούσιο τόπο της Κρήτης, οπού τη φιλοξένησε ο βασιλιάς Μελισσέας όταν επρόκειτο να γεννήσει το τελευταίο απ’ τα παιδιά της, τον μεγάλο Δία. Εκεί τον έκρυψε με τα χέρια της στα βάθη της ιερής γης, στο Ιδαίο Άντρον και στον Κρόνο σπαργάνωσε μια μεγάλη πέτρα. Εκείνος αρπάζοντας την στα χέρια του, την έριξε στην κοιλιά του, θεωρώντας πως είναι το παιδί του που θα βασίλευε μετά ανάμεσα στους αθάνατους θεούς. -Ο Δίας μεγάλωσε κοντά στις βασιλοπούλες, οι οποίες του έφεραν μια κατσίκα, την Αμάλθεια για να πίνει γάλα. Όταν αυτή ψόφησε έδωσε το όνομά της σε ένα από τους ουράνιους αστερισμούς και με το αδιαπέραστο δέρμα της έντυσε μια ασπίδα και τη δώρισε μετέπειτα στη κόρη του, τη θεά Αθηνά.
Όταν πια ο Δίας μεγάλωσε και απέκτησε θεϊκή δύναμη πήγε στον Όλυμπο, στο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, οπού κατοικούσε ο Κρόνος για να τον αναγκάσει να ελευθερώσει τα υπόλοιπα αδέλφια του. Ο Κρόνος προσποιήθηκε ότι χάρηκε για την εμφάνισή του γιού του αλλά έψαχνε τρόπους να εξαφανίσει και το Δία. Όταν ο Δία κατάλαβε το σχέδιό του παρακάλεσε την Νύμφη Μήτιδα να του δώσει κάποιο βοτάνι για να ξεράσει ο Κρόνος τα αρσενικά παιδιά που έφαγε. Έτσι και έγινε. Η πέτρα που κατάπιε για να βγουν από το στομάχι τα παιδιά κατά την αρχαιότητα πίστευαν ότι βρισκόταν στο μαντείο των Δελφών και αποτελούσε τον «ομφαλό της γης».