RSS Feed

Tag Archives: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Το φιντανάκι» στη γειτονιά

Από την Δέσποινα Γαβριηλίδου, Φιλόλογο Α.Π.Θ.

«Σε μια πλακιώτικη αυλή, λίγον καιρό πριν από τη μικρασιατική καταστροφή, θα γνωρίσει τον έρωτα η Τούλα, η φτωχή μοδιστρούλα, κόρη του ταχυδρομικού διανομέα κυρ-Αντώνη. Μόνο που ο αγαπημένος της, ο Γιάγκος, ένας άνεργος νεαρός κουτσαβάκης, θα την προδώσει για χάρη της προκλητικής Εύας, που εκτός από τα θέλγητρά της, διαθέτει χρήσιμες γνωριμίες, με τις οποίες θα εξασφαλίσει ίσως στον Γιάγκο κάποια δουλειά. Όμως η Τούλα περιμένει παιδί. Μπροστά στο οικονομικό αδιέξοδο και με την προτροπή της κυρα-Κατίνας που το επιτείνει, γιατί, προαγωγός καθώς είναι, βλέπει στο πρόσωπο της μικρής Τούλας το προσεχές θύμα της, θα νικηθούν οι ηθικοί ενδοιασμοί, τόσο της αθώας Τούλας, όσο και του πατέρα της. Ο τίμιος ταχυδρομικός διανομέας θα καταχρασθεί τα χρήματα που του εμπιστεύθηκε η υπηρεσία του και θα κινδυνεύσει να οδηγηθεί στη φυλακή

(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

Το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν, γραμμένο το 1921, αποτελεί το πρώτο δραματικό κείμενο της αθηναϊκής γειτονιάς του Μεσοπολέμου. Το θέμα είναι εμπνευσμένο από τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής. Συγκεκριμένα, στην Ευρώπη είναι ακόμη, νωπές οι πληγές και οι μνήμες από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η Ελλάδα, σημαδεύεται από την κατακόρυφή αύξηση των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων. Βρίσκεται σε μια από τις πιο «άσχημες» περιόδους της: έζησε τον μεγάλο Εθνικό Διχασμό μετά τη Μικρασιάτικη καταστροφή, πικράθηκε από την «ακύρωση του ονείρου» της Μεγάλης Ιδέας και εν τέλει οδηγήθηκε σε οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό.

Την περίοδο αυτή, παρατηρείται ένα μεγάλο κύμα αστικοποίησης: πολλοί αγρότες εγκαταλείπουν τα χωριά τους και αναζητούν τη τύχη τους στην πρωτεύουσα, την Αθήνα. Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί κατά πολύ ο πληθυσμός της και να «πυκνώσουν» οι κατοικίες. Μέχρι τότε, χαρακτηριστικό των ελληνικών πόλεων ήταν η άπλα: τα σπίτια ήταν χτισμένα διάσπαρτα κι όχι σε απόσταση αναπνοής. Έτσι, στις αρχές του 20ου αιώνα αναπτύσσεται η καινούρια γειτονιά, η οποία αποτελούνταν από δωμάτια είτε παρατεταγμένα στη σειρά, είτε διατεταγμένα γύρω από μια αυλή, συνήθως με πηγάδι, αφού η Αθήνα αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης μέχρι το 1930, όταν η ΟΥΛΕΝ τέλειωσε τα έργα του Μαραθώνα. Αυτό το «στυλ της καινούριας γειτονιάς» αντιστοιχούσε απόλυτα στους ανθρώπους των χαμηλών μικροαστικών στρωμάτων. Ο κόσμος του κοινωνικού περιθωρίου, του υποκόσμου, της πορνείας, είναι μέσα στην αυλή, η οποία, αποτελεί τη διέξοδο από τις εντάσεις της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.

Ο Παντελής Χορν παίρνοντας αυτό το σκηνικό παρουσιάζει τον κόσμο της πόλης: ένας κόσμος με βρωμιά, διαφθορά, καταγώγια, πορνεία και φτωχογειτονιές. Σ’ αυτό τον κόσμο, εντάσσονται και οι ήρωες του, άνθρωποι απλοί, συνηθισμένοι, μπλεγμένοι στην τραγικότητα της καθημερινότητάς τους. Οι εικόνες που αποτυπώνονται στο σκηνικό και τα πρόσωπα, μοιάζουν με αυτές που περιγράφει ο Α. Τερζάκης στην κριτική που κάνει για το «φιντανάκι»: «…Η Πλάκα, η αυλή της, η κοινωνία της…Οι ήρωες του έργου είναι «τύποι». Θα μπορούσε να τους παραστήσει κανείς με μια μονάχη λέξη, σαν ετικέτα. Η μεσίτρα, ο παραλής, το τσόκαρο, ο κουτσαβάκης, ο νοικοκύρης-άνθρωπος, η «προκομμένη»…Έτσι όπως και η ηρωίδα του έργου είναι το Φιντανάκι. Πιστεύω ακράδαντα στην σημαντικότητα τέτοιων έργων, μέτριων κι αγνών, σε αντίθεση προς τα άλλα, τα διασκευασμένα επιτήδεια «εκ του γαλλικού». Στο υλικό των πρώτων βρίσκεται ασυνειδητοποίητος όλος το δυναμισμός ενός λαού παρθένου, όλο το υλικό εκείνο που θα αποτελέσει αύριο τη βάση της ηθικής του χειραφέτησης».

Το κεντρικό σημείο του συγκεκριμένου δράματος αποτελεί η ηθική κατάρρευση των ηρώων, που είναι θύματα της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. « Δε βαριέσαι, ο μισθός τιποτένιος. Τα τυχερά πότε είναι και πότε δεν είναι… τι τα θες δεν είμαστε τυχεροί»: είναι τα λόγια του κυρ- Αντώνη για την κακή τύχη των μεροκαματιάρηδων της αυλής, λόγια που ο Χορν χρησιμοποιεί, για να τονίσει την οικονομική ανέχεια που τους διακρίνει.

 

Και σ’ ένα άλλο σημείο: «Τόσες χιλιάδες περνάνε από τα χέρια σου. Ποιος έχει το μέλι και δάκτυλά του και δεν το γλύφει;»: αυτά είναι τα λόγια της Φρόσως, η οποία εκπροσωπεί τους ανθρώπους, που κάνουν τα πάντα, προκειμένου να ζήσουν λίγο την ευτυχία, πέρα από την αθλιότητα που τους σκοτώνει, παραμερίζοντας τις ατομικές τους αναστολές.

Απ’ όλα αυτά συμπεραίνουμε πως ο Χορν, ακολουθεί το ρεύμα της εποχής του: το νατουραλισμό. Χρησιμοποιεί κάποια στοιχεία από τον ρομαντισμό, για να περιγράψει αντικειμενικά την πραγματικότητα και να εμβαθύνει στα κρυφά συναισθήματα των ηρώων του.  Παρ’ όλα αυτά, αντιδρά στην « αχαλίνωτη φαντασία» του, «φωτογραφίζοντας» αμερόληπτα και αντικειμενικά την πραγματικότητα.

Μ’  άλλα λόγια, ο συγγραφέας δε προσπαθεί να παρουσιάσει μια ωραιοποιημένη εικόνα των γεγονότων. Τα παρουσιάζει μ’ έναν ιδιαίτερο ρεαλισμό, δίνοντας έμφαση στις συναισθηματικές εκρήξεις, που προβάλλουν τον έντονο πόνο, καθώς οι πρωταγωνιστές του, αργά ή γρήγορα θ’ ακολουθήσουν την άτυχη προδιαγεγραμμένη μοίρα τους.

Το κείμενο είναι γραμμένο στη δημοτική γλώσσα και εκφρασμένο μ’ έναν πολύ αυθόρμητο τρόπο: Χρησιμοποιούνται λαϊκές εκφράσεις, όπως η φράση του Γιάγκου: « Σιλάνς, μωρή» και η απάντηση της Φρόσως « Σιλάνσης είσαι και φένεσαι». Έτσι, καταφέρνει να προβάλλει την κοινωνική και αισθητική συμπεριφορά της εποχής εκείνης, καθώς και την «πνευματική καλλιέργεια» των ανθρώπων αυτών. Ο ίδιος συγγραφέας δε νοιάζεται για την κοινωνική κριτική όσον αφορά τη γλώσσα, την οποία χρησιμοποιεί στο έργο του, αλλά προτιμά αυτή τη γλωσσική ελευθερία, η οποία βγάζει την αυθεντικότητα των χαρακτήρων του.

 

Στο ανάλογο κλίμα των φτωχογειτονιών, μας μεταφέρει κάποιες δεκαετίες αργότερα, ο γιός του, Δημήτρης Χορν(1962) στο έργο « Οδός Ονείρων». Στο ανάτυπο του έργου παρουσιάζει μουσική και τους στίχους του Μάνου Χατζηδάκη: «Αυτή η γειτονιά είναι για όλους μας ένα κλουβί, κανείς δε ζει αληθινά αυτό που θα ήθελε να ζει, γιατί το όνειρο είναι μια στιγμή και όλες οι άλλες στιγμές απελπισία. Μέσα σε αυτή τη γειτονιά γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε, μαζί με εμάς και τα όνειρά μας, μαζί με εμάς και τα παιδιά μας.»

Raymond Chandler-ΝΟΥΑΡ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

 Σειρά: Μαύρο βελούδο

Μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης

(Ξένη Πεζογραφία, ISBN: 978-960-04-4255-7, σελ. 400, τιμή: 18€, Μάρτιος 2012)

Όταν ο Ρέιμοντ Τσάντλερ άρχισε να γράφει σε ηλικία σαράντα πέντε ετών, δημοσίευσε τις πρώτες του νουάρ ιστορίες σε περιοδικά όπως το φημισμένο Black Mask. Στις ιστορίες αυτές καλλιέργησε το μοναδικό του αφηγηματικό στιλ και έπλασε εκείνο τον υπόγειο κόσμο που πρωταγωνιστεί και στα μυθιστορήματά του: μοναχικοί ντετέκτιβ που προοικονομούν τον Φίλιπ Μάρλοου, καλοί και κακοί αστυνομικοί, πληροφοριοδότες και εκτελεστές, διεφθαρμένοι πολιτικοί, μοιραίες ξανθιές και κοκκινομάλλες, ατμόσφαιρα νουάρ, έγκλημα, σεξ, τζόγος και αλκοόλ σε μεγάλες δόσεις.

Η δεύτερη συλλογή με τις μικρές ιστορίες του μεγάλου κλασικού της αστυνομικής λογοτεχνίας.

«Ο Τσάντλερ έγραφε σας εκπεσών άγγελος και έντυσε με ρομαντισμό τους ηλιοκαμένους δρόμους του Λος Άντζελες».

Ρος ΜακΝτόναλντ

«Η πρόζα του αγγίζει ύψη ευφράδειας… αντιλαμβανόμαστε με έντονο ενθουσιασμό ότι βρισκόμαστε μπροστά όχι σε έναν ακόμη αφηγητή ιστοριών δράσης, αλλά σε έναν στιλίστα, σε έναν συγγραφέα με όραμα…».

Τζόις Κάρολ Όουτς, New York Review of Books

 

«Ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς της αστυνομικής λογοτεχνίας, ο οποίος έθεσε πρότυπα που άλλοι συγγραφείς ακόμα προσπαθούν να ακολουθήσουν».

Sunday Times

Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ γεννήθηκε στο Σικάγο το 1888 και όταν ήταν δώδεκα χρονών μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αγγλία. Φοίτησε στο Κολέγιο Ντάλγουιτς, όπως και μερικοί από τους πιο διάσημους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Επιστρέφοντας στην Aμερική το 1912, εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια, έκανε διάφορες δουλειές και αργότερα παντρεύτηκε. Στη διάρκεια του οικονομικού κραχ άρχισε να ασχολείται σοβαρά με το γράψιμο και η πρώτη δημοσίευση νουάρ ιστορίας του έγινε από το αστυνομικό περιοδικό Black Mask το 1933, ενώ έξι χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το πρώτο μυθιστόρημά του, Ο μεγάλος ύπνος.

Σ’ αυτό παρουσίασε για πρώτη φορά στο αναγνωστικό κοινό τον Φίλιπ Μάρλοου, τον σκληρό ιδιωτικό ντετέκτιβ που ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς χωρίς όμως να ξεπεραστεί από κανέναν. Όλοι οι μετέπειτα μυθιστορηματικοί ντετέκτιβ είναι αναγκασμένοι να ζουν στη σκιά του Φίλιπ Μάρλοου και όλοι οι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων έχουν επηρεαστεί από τη γραφή του Ρέιμοντ Τσάντλερ.

Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν τα βιβλία του H μικρή αδελφή (2002), Πλέιμπακ (2005), O μεγάλος αποχαιρετισμός (2008), Ο μεγάλος ύπνος (2010), Νουάρ ιστορίες Α΄ (2011) και Νουάρ Ιστορίες Β΄(2012).

Αρέσει σε %d bloggers: