από την Αλκμήνη Παπανικολάου, Φιλόλογο Α.Π.Θ.
Η ανάρρηση του Δια στο θεϊκό θρόνο του Ολύμπου, δεν έγινε αναίμακτα. Ο Δίας ελευθέρωσε τα αδέλφια του και εξόρισε τον πατέρα τους Κρόνο, γεγονός που προκάλεσε την δυσαρέσκεια των υπολοίπων Τιτάνων, οι οποίοι κήρυξαν τον πόλεμο στους Ολύμπιους θεούς. Στο πλευρό του Δία στάθηκαν τα αδέλφια του (Πλούτωνας, Ποσειδώνας, Εστία, Δήμητρα, Ήρα) ενώ όλοι οι Τιτάνες αποτέλεσαν τους αντιπάλους τους, εκτός από την Ωκεανίδα Στύγα, η οποία μαζί με τα παιδιά της, το Κράτος, τη Βία, τον Ζήλο και τη Νίκη έσπευσαν στο πλευρό του Δία. Ο πατέρας της, ο Ωκεανός, λένε επίσης ότι βοήθησε τον ανιψιό του. Από τις τιτανίδες, η θέμιδα και η Μνημοσύνη πήγαν με το μέρος των Ολύμπιων και αργότερα έγιναν γυναίκες του Δία. Επίσης, ο Προμηθέας, ο γιος του Τιτάνα Ιαπετού, στάθηκε στο πλευρό του Δία.
Ο πόλεμος κράτησε δέκα χρόνια. Οι θεοί πολεμούσαν από τον Όλυμπο (οἳ δ᾽ ἄρ᾽ ἀπ᾽ Οὐλύμποιο θεοί) ενώ οι Τιτάνες είχαν ως οχυρό το βουνό Όθρη[1] (οἳ μὲν ἀφ᾽ ὑψηλῆς Ὄθρυος Τιτῆνες ἀγαυοί). Η μάχη ήταν αμφίρροπη. Παντού ανάβανε φωτιές που έβγαιναν από την άβυσσο, η γη σειόταν, ο ουρανός μαύρος τρανταζόταν από τις αστραπές και ο αέρας σήκωνε το χώμα ως τον ουρανό. Σε μια καταστροφική στιγμή ο Δίας ζήτησε τη βοήθεια της Γαίας, της γιαγιάς του, η οποία τον συμβούλευσε να ελευθερώσει τους Κύκλωπες από τα Τάρταρα που τους έστειλε ο Κρόνος. Μετά από εννέα μέρες ταξίδι κατάφερε να ελευθέρωσει τον Βρόντη, τον Αστερόπη και τον Άργη και τους υποσχέθηκε πως με τη δική του βασιλεία θα απολάμβαναν τιμές θεϊκές. Οι Κύκλωπες συγκινημένοι και γεμάτοι ευγνωμοσύνη για τον Δία που τους ελευθέρωσε, δέχτηκαν να τον βοηθήσουν για να εκδικηθούν τους Τιτάνες που τους πέταξαν στα Τάρταρα και χάρισαν στο Δία τον κεραυνό, την βροντή και την αστραπή. Στον Ποσειδώνα έδωσαν την τρίαινα, που έγινε το αιώνιο σύμβολό του και στον Πλούτωνα την «κυνέα», μια σκούφια δηλαδή από σκυλοτόμαρο που τον έκανε αόρατο και στη μάνα Γη αφιέρωσαν ένα βωμό. Εκεί οι Ολύμπιοι και οι σύμμαχοί τους έδωσαν φοβερό όρκο. Οι Τιτάνες έχοντας χρόνο στη διάθεσή τους ανασυγκροτήθηκαν και έγιναν πιο άγριοι από ποτέ, όπως πολύ δραματικά περιγράφει ο Ησίοδος :
“ἄμυδις δ᾽ ἄρ᾽ ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἠδ᾽ ἀπ᾽ Ὀλύμπου
ἀστράπτων ἔστειχε συνωχαδόν· οἱ δὲ κεραυνοὶ 690
ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο
χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες
ταρφέες· ἀμφὶ δὲ γαῖα φερέσβιος ἐσμαράγιζε
καιομένη, λάκε δ᾽ ἀμφὶ πυρὶ μεγάλ᾽ ἄσπετος ὕλη.
Ἔζεε δὲ χθὼν πᾶσα καὶ Ὠκεανοῖο ῥέεθρα 695
πόντος τ᾽ ἀτρύγετος· τοὺς δ᾽ ἄμφεπε θερμὸς ἀυτμὴ
Τιτῆνας χθονίους, φλὸξ δ᾽ αἰθέρα δῖαν ἵκανεν
ἄσπετος, ὄσσε δ᾽ ἄμερδε καὶ ἰφθίμων περ ἐόντων
αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ τε στεροπῆς τε.
Καῦμα δὲ θεσπέσιον κάτεχεν Χάος”.
Μετά τη φοβερή αυτή μάχη ο Δίας αποφάσισε να ελευθερώσει και τους Εκατόγχειρες, τον Κόττο, τον Βριάρεο και τον Γύη, οι οποίοι του υποσχέθηκαν πίστη αιώνια. Και οι τρεις μαζί εκτόξευσαν προς τους Τιτάνες τριακόσιους βράχους και κατάφεραν να τους αφήσουν χωρίς δυνάμεις, ξέπνοους. Τους έδεσαν με άλυτα δεσμά και τους πήγαν στο παλάτι του Ταρτάρου που βρίσκεται από τη γη εννέα μέρες μακριά, όσο απείχε για τους αρχαίους και ο ουρανός. Τους έφραξαν με χάλκινο οχυρό, τείχος αδιαπέραστο και ορίστηκαν φρουροί οι Εκατόγχειρες. Στους ίδιους τόπους κατοικεί και ο Πλούτωνας με την γυναίκα του Περσεφόνη, αλλά και η μισητή από τους θεούς Στύγα, πρωτότοκη κόρη του Ωκεανού, που στα νερά της ορκίζονται οι θεοί, με φοβερό όρκο.
Σύμφωνα με κάποιες παραδώσεις, οι Γαία θυμωμένη για την τόσο σκληρή τιμωρία των παιδιών της από το Δια γέννησε ένα ακόμα πιο φοβερό γιο τον Τυφώνα ή Τυφωέα, τον οποίο στη συνέχεια ο Δίας νίκησε και βασίλεψε στον Όλυμπο ειρηνικά με τα αθάνατα παιδιά του.
Η υπέροχη αυτή ιστορία την οποία πολύ γλαφυρά περιγράφει ο Ησίοδος (γραμμένη περίπου 1000 – 700 π. Χ.), εξηγεί την δημιουργία του κόσμου για τους αρχαίους. Οι πρώτοι κάτοικοι του Ελλαδικού χώρου μην έχοντας προφανώς τη δυνατότητα να κατανοήσουν τα φυσικά φαινόμενα και τις έννοιες που συνδέονται με τη ζωή του ανθρώπου, απέδωσαν στα στοιχεία της φύσης θεϊκές ιδιότητες, όχι μόνο για να μπορέσουν να τα εξηγήσουν, αλλά κατά την άποψη μου, ίσως γιατί είχαν την ανάγκη να πιστεύουν, να προσεύχονται και να θυσιάζουν στα στοιχεία της φύσης τα οποία είχαν απόλυτη ανάγκη για την εξασφάλιση της τροφής τους. Η αρχαίες κοινωνίες ήταν ως επί το πλείστον αγροτικές και κτηνοτροφικές και οι ξαφνικές αλλαγές στο κλίμα αποτελούσαν γι’ αυτούς μεγάλη καταστροφή. Ίσως λοιπόν μια τέτοια φυσική καταστροφή να συνέβη στο μακρινό παρελθόν, η οποία πέρασε στους μεταγενέστερους ως «Τιτανομαχία» ή όπως στο αποκαλούμε μεταγενέστερα στο χριστιανισμό «κατακλυσμός». Μια τέτοια ξαφνική αλλαγή μπορεί να αποδόθηκε με θρησκευτικούς- θεϊκούς όρους ώστε να κατανοηθεί από τους αρχαίους η οργή αυτή της φύσης απέναντί τους. Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι αρχαίοι ημών ήταν όχι μόνο θεοσεβούμενοι, αλλά και θεοφοβούμενοι γι’ αυτό η έννοια της αιδούς (του θεϊκού φόβου), τους οδήγησε να καταγράψουν στις παραδώσεις τους τον μεγάλο αυτό κατακλυσμό αποδίδοντάς τον στην οργή και τη διαμάχη μεταξύ των ουράνιων και αθάνατων θεών.