Από την Ειρήνη Πατσή, Φιλόλογο ΑΠΘ
Η γριά Χαδούλα,η Φραγκογιαννού,η κεντρική μορφή στην παπαδιαμαντική νουβέλα «Η Φόνισσα»(1903) αποτελεί ίσως μια απο τις πλέον οριακές, αντιφατικές αλλά και λογοτεχνικά άρτιες φυσιογνωμίες της νεοελληνικής πεζογραφίας. Αυτή η γυναίκα κάνει την επανάστασή της εκείνη ακριβώς τη στιγμή που αποφασίζει να σκοτώνει μικρά κοριτσάκια με την πεποίθηση ότι τα απαλλάσσει από τη βασανισμένη ζωή που τα περιμένει.Ως χαράκτηρας έχει προκαλέσει ποικίλες ερμηνείες:άλλοτε θεωρήθηκε ενσάρκωση του συγγραφέα της και κάποιες φορές διαχωριστήκε πλήρως από τον δημιουργό της.Από την άλλη,κρίθηκε ως μάγισσα,όργανο του Εωσφόρου,δαιμονική και άλλοτε ως δημιούργημα της μοίρας της γυναίκας,ως «σοσιαλίστρια και φεμινίστρια» αλλά και ως αινιγματικό πρόσωπο που νιώθει την ηδονή των εγκλημάτων που διαπράττει ή ως εκπρόσωπος μιας κοινωνίας ανθρώπων που λογοδοτεί μπροστά στο Θεό.
Η εξέλιξη της ιστορίας δείχνει ότι η Φραγκογιαννού δεν έχει χάσει τα λογικά της αλλά έχει τη δική της λογική που την οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ζωή είναι θάνατος κι ο θάνατος ζωή.Τον θάνατο των μικρών κοριτσιών τον βλέπει έτσι,ως απελαυθέρωση των ίδιων και των γονιών τους από το βάρος της προίκας και απο την μοίρα της καταπιεσμένης γυναίκας.Πριν η γριά Χαδούλα διαπράξει τον πρώτο της φόνο φαίνεται να πιστεύει πως αυτή είναι η υποχρέωση της απέναντι στο έργο των αγγέλων.Ακόμη κι ο ίδιος ο αφηγητής,παρ’όλο που αποστασιοποιείται από την ηρωίδα,δεν φαίνεται ούτε να την κρίνει ούτε να την καταδικάζει:περιγράφει τα γεγονότα όπως τα αντιλαμβάνεται η κοινή λογική.
Ύστερα από τον πρώτο φόνο κι ενώ βασανίζεται από τις τύψεις της και εξομολογείται την αμαρτία της στον Άη Γιάννη τον Κρυφόν,η ηρωίδα παρακαλεί τον Θεό να τη διαβεβαιώσει με κάποιον τρόπο ότι επιτελεί θεάρεστο έργο.Ωστόσο κάποιες συμπτώσεις την κάνουν να το πιστέψει:όταν συναντά τα δυο κορίτσια του Γιάννη του Περιβολά να παίζουν δίπλα στο πηγάδι,τα πνίγει πιστεύοντας οτί απαλύνει την οικογένειά τους από τα τωρινά και τα μελλοντικά βάσανά τους.Επίσης,όταν καταριέται την Ξενούλα να πέσει στο πηγάδι και η κατάρα της πραγματοποιείται ,σκέφτεται πως η πράξη της είχε τη θεική έγκριση.
<< Άρα ο Θεός (ετόλμα να το σκεφθή;) εισήκουσε την ευχή της,και δεν ήτο ανάγκη να επιβάλη πλέον χείρας,αλλά μόνον ήρκει να ηύχετο και η ευχή της θα εισηκούετο…>>.Μήπως η ερώτησή της αυτή υπαγορεύεται απο την θρησκευόμενη συνείδησή της;Οι επίμονοι εφιάλτες της,οι λογισμοί της και οι παραισθήσεις της που την τυραννούν καθώς περιπλανιέται στην ερημιά επιβεβαιώνουν την αντίληψη οτι δεν είναι ένας στυγνός εγκληματίας.Έχει συναίσθηση του τί κάνει,πιστεύει πως είναι αμαρτωλή και προσπαθεί να ελέγξει την τάση της παρόλη την πεποίθηση της οτι διαπράττει θεάρεστο έργο.Δεν νιώθει την ηδονή του εγκλήματος την οποία της προσαπτουν διάφοροι μελετητές,όπως ο Κ.Στεργιόπουλος.Η χαρά της οφείλεται κυρίως στην πίστη της ότι απαλλάσσει τα θηλυκά από τα βάσανα της ζωής.
Η κατακλείδα της νουβέλας επίσης,έχει σχολιαστεί ποικιλοτρόπως.Μεριλοί μελετητές ερμηνεύουν το τέλος της γριάς Χαδούλας ως τιμωρία και καταδίκη,άλλοι ως θρίαμβο της δικαιοσύνης και κάποιοι κρίνουν το τέλος αμφίσημο.Ο μετέωρος θάνατος της Φραγκογιαννούς «μεταξύ θείας και ανθρωπίνης Δικαιοσύνης» δείχνει ότι ο Παπαδιαμάντης δεν την καταδικάζει ούτε την παραδίδει στην ανθρώπινη δικαιοσύνη.Επιπλέον,δεν είναι σίγουρο ότι ο πνιγμός της οφείλεται σε θεική τιμωρία,σε ατύχημα ή σε αυτοκτονία.Πάντως,με κανέναν τρόπο δε θέλει να συλληφθεί και να κριθεί με τους ανθρώπινους νόμους.Θέλει να εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο και να πάει να ζήσει αλλού.Ζηλεύει τα πουλιά που έχουν την ελευθερία τους και θα’θελε κι η ίδια να μπορούσε να πετάξει.Κι όταν βασανίζεται από τους εφιάλτες,σκέφτεται οτί ΄»ο θάνατος θα είναι ο κάλλιστος των ύπνων…».
Τέλος,δε θα πρέπει να παραλείψουμε να πούμε ότι ο αφηγητής παίζει σπουδαίο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο μας παρουσιάζεται η ηρωίδα.Το γεγονός οτι ο αναγνώστης συμπάσχει και συμπονεί τελικά την Φραγκογιαννού οφείλεται στην έμμεση »υπεράσπισή» της από τον αφηγητή.Καταξιώνει λογοτεχνικά τη μορφή της και την καθιστά συμπαθή στον αναγνώστη μέσω της αφηγηματικής τεχνικής του.Και το σπουδαιότερο είναι ότι κατορθώνει να μην συμπεριλάβει στον αφηγηματικό του λόγο θεολογικά ή άλλου είδους κυρήγματα.